ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ του Leonardo Da Vinci
Ο «Μυστικός Δείπνος» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι είναι από σημαντικότερα και πλέον αμφιλεγόμενα έργα. Καλύπτει ολόκληρο τοίχο της τραπεζαρίας του μοναστηρίου Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε στο Μιλάνο. Δημιουργήθηκε το 1495 από τον Ντα Βίντσι, ύστερα από επιθυμία του δούκα του Μιλάνου, ο οποίος ανέλαβε την ανακαίνιση της εκκλησίας. Απεικονίζει τον Ιησού με τους μαθητές του στην Ιερουσαλήμ, στο τελευταίο δείπνο πριν τη Σταύρωση. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, εκείνο το βράδυ ο Ιησούς έπλυνε τα πόδια των μαθητών και τους κοινώνησε με το σώμα και το αίμα του. Στη συνέχεια τους μίλησε για τον θάνατο και αναφέρθηκε στην επικείμενη προδοσία του. Ο Ιωάννης τον ρώτησε: «Ποιος, είναι, Κύριε, αυτός που θα σε προδώσει;» και ο Ιησούς απάντησε: «Είναι αυτός που θα του δώσω το ψωμί». Πλησίασε τον Ιούδα, και του είπε: «Ο,τι είναι να κάνεις, κάντο γρήγορα»..
Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι απεικόνισε τους μαθητές τη στιγμή της ανακοίνωσης της προδοσίας. Για το λόγο αυτό, μερικοί φαίνονται σκυμμένοι, να χειρονομούν και να οπισθοχωρούν από οργή. Η απεικόνιση είναι μοναδική επειδή πρόκειται για την πρώτη φορά, που ο Ιησούς και οι μαθητές του δεν αναπαρίστανται ήρεμοι και γαλήνιοι στον Μυστικό Δείπνο. Ο Ντα Βίντσι χρειάστηκε επτά χρόνια για να ολοκληρώσει το έργο και χρησιμοποίησε πραγματικά μοντέλα. Για το πρόσωπο του Ιησού, πέρασαν αρκετοί νέοι από το εργαστήρι του μεγάλου καλλιτέχνη, ανάμεσα στους οποίους επέλεξε έναν 19χρονο που είχε όμορφο και γαλήνιο πρόσωπο. Χρειάστηκε έξι μήνες για ζωγραφίσει το πρόσωπο του Ιησού και έξι χρόνια για τους 12 Αποστόλους. Τελευταίο ζωγράφισε τον Ιούδα. Το μοντέλο που χρησιμοποίησε ήταν ένας εγκληματίας, που βρισκόταν φυλακισμένος σε μπουντρούμι της Ρώμης. Είχε σκοτεινό πρόσωπο που έβγαζε κακία και φθόνο. Στο έργο ο Ιούδας βρίσκεται πέμπτος στη σειρά από δεξιά και φοράει μπλε και πράσινο χιτώνα. Στο χέρι του κρατάει πουγκί, που συμβολίζει την προδοσία του….
Ο Μυστικός Δείπνος αποτελεί το σπουδαιότερο και ζωντανότερο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία της τέχνης», κατά τον Γουόλτερ Αϊζακσον, συγγραφέα του βιβλίου «Leonardo Da Vinci – Η βιογραφία μιας μεγαλοφυΐας»
Στη νωπογραφία του Μυστικού Δείπνου, τεσσεράμισι μέτρα ύψος και σχεδόν εννιά πλάτος, δεν απαθανατίζει απλώς τη στιγμή, αλλά αποδίδει την ψυχική κατάσταση και τις προθέσεις κάθε μαθητή μέσω των χειρονομιών που, τότε όπως και σήμερα, κατέχουν σημαντική θέση στην επικοινωνία των Ιταλών.
«Οι δώδεκα Απόστολοι είναι χωρισμένοι σε ομάδες των τριών», γράφει ο Αϊζακσον. «Ξεκινώντας από τα αριστερά μας, αισθανόμαστε τη ροή του χρόνου, θαρρείς και η αφήγηση κινείται από αριστερά προς τα δεξιά. Στο δεξί άκρο είναι ο Βαρθολομαίος, ο Ιάκωβος ο Μικρός και ο Ανδρέας, οι οποίοι αντιδρούν με έκπληξη στη δήλωση του Ιησού. Ο Βαρθολομαίος, σκληρός και γεμάτος ένταση, είναι “έτοιμος να σηκωθεί όρθιος, με το κεφάλι προτεταμένο”, όπως έγραψε ο Λεονάρντο. Η δεύτερη τριάδα από τα αριστερά είναι ο Ιούδας, ο Πέτρος και ο Ιωάννης. Μελαψός και άσχημος με γαμψή μύτη, ο Ιούδας σφίγγει στο δεξί του χέρι το πουγκί με τα αργύρια […], γνωρίζοντας ότι τα λόγια Του απευθύνονται σε εκείνον […]. Ο φιλόνικος και ταραγμένος Πέτρος σκύβει μπροστά με αγανάκτηση […]. Φαίνεται έτοιμος να δράσει. Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα μεγάλο μαχαίρι […]. Αντιθέτως, ο Ιωάννης είναι σιωπηλός, γνωρίζοντας ότι δεν είναι ύποπτος. Είναι μεν περίλυπος, αλλά φαίνεται να έχει αποδεχθεί αυτό που ξέρει πως είναι αδύνατο να αποτραπεί. Παραδοσιακά, ο Ιωάννης απεικονίζεται να κοιμάται ή να βρίσκεται στην αγκαλιά του Ιησού. Ο Λεονάρντο τον αναπαριστά θλιμμένο μερικά δευτερόλεπτα μετά τη δήλωση του Χριστού…».
Σ’ αυτό το σημείο, ο συγγραφέας σχολιάζει τη θεωρία που αναπτύσσει ο Νταν Μπράουν στον «Κώδικα Da Vinci», ότι ο θηλυπρεπής Ιωάννης είναι αναπαράσταση της Μαρίας Μαγδαληνής. «…Παρότι εξαιρετικά συναρπαστική στην πλοκή ενός μυθιστορήματος, δεν στηρίζεται από τα στοιχεία», γράφει ο Αϊζακσον. Οι εκφράσεις όλων των προσώπων είναι έντονες, σχεδόν υπερβολικές, εκτός από του Ιησού που «είναι γαλήνια και στωική. Φαίνεται ήρεμος αντί για ταραγμένος. Η φιγούρα του είναι λίγο μεγαλύτερη από των Αποστόλων, κάτι που ο Λεονάρντο έχει συγκαλύψει ευφυώς».
Η επόμενη τριάδα, στα δεξιά, αποτελείται από τον Θωμά, τον Ιάκωβο τον Μεγάλο και τον Φίλιππο και η τελευταία από τον Ματθαίο, τον Θαδδαίο και τον Σίμωνα. «Εχουν αρχίσει ήδη να συζητούν έντονα τι μπορεί να εννοούσε ο Χριστός. Παρατηρήστε το δεξί χέρι του Θαδδαίου», προτρέπει ο συγγραφέας «Ο Λεονάρντο ήταν δεξιοτέχνης των χειρονομιών και γνώριζε πώς να τους προσδίδει μια μυστηριώδη αύρα, ώστε να τραβούν την προσοχή του θεατή. Μήπως ετοιμάζεται να χτυπήσει το χέρι του στο τραπέζι, σαν να λέει “Το ήξερα;”. Μήπως δείχνει με τον αντίχειρά του τον Ιούδα;[…]. Δεν θα πρέπει να νιώθετε άσχημα, αν αισθάνεστε μπερδεμένοι, καθώς και ο Ματθαίος και ο Θαδδαίος έχουν μπερδευτεί και, στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι συνέβη, στρέφονται στον Σίμωνα για απαντήσεις».
Ο δημιουργός του αφηγηματικού πίνακα, εκτός από την απόδοση των προσώπων κατά τη συγκεκριμένη στιγμή και τη στρωμένη τράπεζα με τα σκεύη σερβιρίσματος, τον άρτο και τις μικρές πιατέλες με τα χέλια, «παίζει» με την οφθαλμαπάτη και τους κανόνες της προοπτικής. «Ασχολήθηκε με την επιστήμη της οπτικής, έδειξε πως οι ακτίνες φωτός προσπίπτουν στον κερατοειδή χιτώνα και δημιούργησε θαυμάσιες οφθαλμαπάτες, που δίνουν την αίσθηση της αλλαγής προοπτικής» αναφέρει ο συγγραφέας.
Santa Maria delle Grazie
Ο Ντα Βίντσι ζωγράφισε πάνω σε σκαλωσιά παρουσία κοινού. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα: «Μερικές φορές στεκόταν εκεί από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ηλίου, χωρίς να αφήνει καθόλου το πινέλο, ξεχνώντας να φάει και να πιει, ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. Άλλες φορές πάλι είχε δύο, τρεις ή τέσσερις μέρες να αγγίξει το πινέλο, αν και περνούσε πολλές ώρες την ημέρα όρθιος μπροστά στο έργο του, με τα χέρια διπλωμένα, εξετάζοντας και σχολιάζοντας τις φιγούρες. Επίσης τον είδα μεσημεριάτικα να αφήνειτην Κόρτε Βέκια, όπου εργαζόταν στο πήλινο άλογό του και, σπρωγμένος από ακαταμάχητο οίστρο, να έρχεται κατευθείαν στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε, αγνοώντας το λιοπύρι, να ανεβαίνει στη σκαλωσιά, να παίρνει το πινέλο του, να βάζει μια δυο πινελιές και μετά να φεύγει». Δεν χρησιμοποίησε την τεχνική της τοιχογραφίας με την άμεση επάλειψη χρώματος σε υγρή κονία. Ο λόγος ήταν ότι δεν θα μπορούσε να κάνει αλλαγές στον πίνακα, κάτι που δυσχεραίνει τη φωτοσκίαση. Ο Λεονάρντο προτίμησε να ζωγραφίσει σε στεγνή κονία. Για το λόγο αυτό, το έργο ξεφλούδισε και υπέστη φθορές. Το 1796 γαλλικά στρατεύματα έριξαν πέτρες στον τοίχο και έδεναν τα άλογα τους στο μοναστήρι. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το κτήριο βομβαρδίστηκε. Η αποκατάσταση του έργου ξεκίνησε το 1980 και ολοκληρώθηκε το 1999. Ωστόσο, πολλά από τα αρχικά χρώματα χάθηκαν με αποτέλεσμα να μείνει θαμπό. Πρόκειται για ένα από ομορφότερα έργα του Ντα Βίντσι, με ακρίβεια στη λεπτομέρεια και πολλούς συμβολισμούς….
Πηγές
mixanitouxronou.com.
sparmatseto.gr
lifo.gr
efsyn.gr