ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ
ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης & Αλέκος Γκούβερης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου, Πρόδρομος Τσαουσάκης
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
1 Shellac, 10″, 78 RPM ” Συννεφιασμένη Κυριακή / Σ’ έχω κάνει πέρα ” 1948
2 LP, 10″, Album ” Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές ” 1954
3 78 RPM (HMV AO-5546 (OGA 2851) ¨Συννεφιασμένη Κυριακή ” 1959
4 7″, 45 RPM ” Συννεφιασμένη Κυριακή / Τα Καβουράκια ” 1960
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ. 1959
Φωνητικά: Γιώτα Λύδια και Μαρινέλλα
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 1954 (ορχηστρικό)
Στο χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου το 1951
ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ: ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ, ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ 1948
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΚΑΙΤΗ ΓΚΡΕΫ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ 1962
Cine Video για την ταινία “Ορφανή σε ξένα χέρια” (1962)
ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
Shellac, 10″, 78 RPM ” Συννεφιασμένη Κυριακή / Σ’ έχω κάνει πέρα ” 1948
Ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπιστεύθηκε την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού του σε δυο αυθεντικές φωνές του λαϊκού πενταγράμμου. Στη νεαρή Σωτηρία Μπέλλου με την οποία θα είχε μελλοντικά μακριά συνεργασία και επιτυχίες (“Τα καβουράκια”, Όταν πίνεις στην ταβέρνα” κλπ) και στον Πρόδρομο Τσαουσάκη (Μουτάφογλου ή Μουταφίδη) ερμηνευτή ρεμπέτικων τραγουδιών και επίσης στενό του συνεργάτη στα κατοπινά χρόνια κυρίως στη δισκογραφία.
LP, 10″, Album ” Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές ” 1954
Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές (Έργο 5, για πιάνο)
Ο Χατζιδάκις την εποχή της θρυλικής διάλεξή του για το Ρεμπέτικο, στο Θέατρο Τέχνης το 1949, συνέθεσε και τις Έξι λαϊκές ζωγραφιές (έργο 5, για πιάνο), δηλ. μεταγραφή, αρχικά για δύο πιάνα, έξι γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών (των Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χατζηχρήστου, Καλδάρα), που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1951 ως μπαλέτο από το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου, με τον συνθέτη και τον Αργύρη Κουνάδη στα δύο πιάνα. Σκηνικά, κοστούμια: Γιάννης Μόραλης. Χορογραφία: Ραλλού Μάνου
“…Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, συννεφιασμένες Κυριακές, παλικάρια και κοπέλες απελπισμένες, βροχές, καταιγίδες, φωτισμένα παράθυρα, σφυρίγματα, λιμάνια, όλα, τα βλέπουμε προς το παρόν σ΄ ένα δωμάτιο που γίνεται η δοκιμή. Όλοι οι άντρες και οι γυναίκες φοράνε περούκες κι ο Μόραλης ενθουσιασμένος – που είναι η πρώτη του επαφή με την σκηνογραφία – μας εξηγεί την σημασία της εκφραστικής τυποποίηση των χορευτών. Προς το κόκκινο οι άντρες, κάτασπρες οι γυναίκες με χρωματιστές φορεσιές σ΄ ένα σκηνικό που μόνο του δημιουργεί μια ολοκληρωμένη ποιητική ατμόσφαιρα, κινούνται αυστηρά πάνω στους δοσμένους ρυθμούς. Οι άντρες μαθαίνουν να χορεύουν ακίνητοι, οι γυναίκες μαθαίνουν να μην είναι ελκυστικές κι όλοι μαζί συνθέτουν πίνακες με βαθιές ιδέες και χορευτική αλήθεια. Η χορωδία ξεσπάει στο τέλος σε μια επίκληση γεμάτη αγωνία:
«Ας μπορούσα να μαντέψω
της καρδιάς του τον καημό».
Μάνος Χατζιδάκις
Πραγματικά, «ολοκληρωμένοι» δημιουργοί! Καλλιτέχνες που έβλεπαν και αντιμετώπιζαν την Τέχνη ως ολότητα…Δημιουργούσαν αισθητικά πρότυπα προωθώντας τη σύμπραξη εικαστικών, μουσικής, λόγου και κίνησης όπου υπήρχε, ως μονάδα αναπόσπαστη.
Δεύτερη εγγραφή, για δύο πιάνα, του έργου ΕΞΙ ΛΑΪΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Στο πιάνο, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Αργύρης Κουνάδης. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε το 1958 στο Παρίσι. Ανάμεσά τους, πρώτο κατά σειρά κομμάτι και μεγαλύτερο σε διάρκεια ήταν η Συννεφιασμένη Κυριακή. Μακάρι, όλες οι συννεφιασμένες ή μη Κυριακές της ζωής μας να ήταν τόσο όμορφες, όσο αυτή του Μάνου Χατζιδάκι.
Έξι λαϊκές ζωγραφιές με τον χρωστήρα του Μόραλη
«Δεν πρέπει να ερμηνεύουμε τα πράγματα, γιατί τα στενεύουμε…Θέλω τα έργα μου να είναι όπως και εγώ, ελεύθερα», έλεγε…
Ο Γιάννης Μόραλης ασχολήθηκε και με το θέατρο. Υποστήριζε ότι ο σκηνογράφος οφείλει να σχεδιάζει και τα σκηνικά και τα κοστούμια για να έχουν ένα ενιαίο ύφος και να μη φέρνουν σύγχυση στο θεατή. Με λιτότητα, λειτουργικότητα, καθαρά χρώματα, αίσθηση του μέτρου, ελευθερία των εκφραστικών μέσων.
Το 1951 συνεργάστηκε με το Μάνο Χατζιδάκι στο χορόδραμα: «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», μια χορευτική παράσταση από τη Ραλλού Μάνου σε μουσική μεταγραφή 6 ρεμπέτικων τραγουδιών για πιάνο. Κάνει τα κοστούμια, τα σκηνικά και επιμελείται και το εξώφυλλο του δίσκου. Στη σκηνογραφία του συνδύασε παραδοσιακά με σύγχρονα στοιχεία, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην εικαστική και σκηνική δημιουργία. Χρησιμοποίησε απλά πανό με εικόνες από νεοκλασικά αρχοντικά από τη μια και τη θάλασσα από την άλλη. Για τα κοστούμια ο Μόραλης δημιούργησε δύο τύπους, το λαϊκό άνδρα και τη λαϊκή γυναίκα, απλοποιώντας και τροποποιώντας τις φιγούρες του.
«Ο Μόραλης ήταν αποκαλυπτικός ως προς το περιεχόμενο του έργου μου, έτσι που κι εγώ ο ίδιος να το ανακαλύπτω μέσ’ από τη ζωγραφική του», θα πει ο Μάνος Χατζιδάκις…
78 RPM (HMV AO-5546 (OGA 2851) ¨Συννεφιασμένη Κυριακή ” 1959
Όταν το 1959 ο Βασίλης Τσιτσάνης ζήτησε από τον Στέλιο Καζαντζίδη να ερμηνεύσει και αυτός την ήδη αγαπημένη “Συννεφιασμένη Κυριακή” αυτή ήταν η ερμηνεία που εκτόξευσε το τραγούδι σε δυσθεώρητα ύψη δημοφιλίας και το έκανε να θεωρηθεί ως ο ορισμός του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, για πάντα. Ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης με τη σύμπραξη της Γιώτας Λυδίας και της Μαρινέλλας ερμηνεύουν το τραγούδι αριστουργηματικά. Είχε το δίχως άλλο την ευτυχισμένη έμπνευση που απογειώνει την ” Συννεφιασμένη Κυριακή ” στο επίπεδο του κλασικού κομματιού.
7″, 45 RPM ” Συννεφιασμένη Κυριακή / Τα Καβουράκια ” 1960
Η εισαγωγή αυτής της εκτέλεσης με τον Στέλιο Καζαντζίδη, για κοντά πενήντα χρόνια, υπήρξε το μουσικό σήμα της φωτογραφικής εταιρείας ‘Κολούμπια’ στις ραδιοφωνικές εκπομπές της με λαϊκή μουσική. Η αναβίωση του ρεμπέτικου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πολλά οφείλει στην ερμηνεία της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’ από τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Αν το λαϊκό τραγούδι είχε ένα μόνο Ύμνο, τότε αυτός θα ήταν η «Συννεφιασμένη Κυριακή», του Βασίλη Τσιτσάνη!
«Τα καταραμένα Χριστούγεννα του 1943». Πώς εμπνεύστηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και ποια είναι η αλήθεια πίσω από το θρυλικό τραγούδι… Η μουσική δένει τέλεια με τον στίχο κι ο ρυθμός σε παρασέρνει. Κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει εάν το τραγούδι απογειώνεται από τη μουσική ή από τον στίχο. Μόνο που ο τελευταίος διεκδικήθηκε από πολλούς. Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις εμφανίστηκαν δημιουργοί (Αλέκος Γκούβερης και Νίκος Ρούτσος) οι οποίοι υποστήριξαν ότι το τραγούδι είναι δικό τους. Όπως όλες οι μεγάλες επιτυχίες, έτσι και στην περίπτωση αυτή υπήρξαν… σύννεφα. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή», όπως κάθε τραγούδι θρύλος, έχει δημιουργήσει μία σειρά από ιστορίες σχετικά με τη δημιουργία της….Και αν για τη μουσική του δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις και διχογνωμίες για το σε ποιον ανήκει το τραγούδι, γύρω από τους στίχους του έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία αντάξια της θέσης που κατέχει το τραγούδι στην ελληνική λαϊκή μουσική, που ούτε όταν αργότερα αναγράφηκε το όνομα του στιχουργού στην ετικέτα του δίσκου δεν απένειμε με σιγουριά την πατρότητά τους στον πραγματικό δημιουργό τους. Απλώς τη νομιμοποίησε. Άλλωστε ίσαμε σήμερα στις δεκάδες ηχογραφήσεις του με διαφορους καλλιτέχνες, ένα όνομα μόνο αναγράφεται. ‘Στίχοι και μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης’.
Το οξύμωρο στην περίπτωση αυτή είναι ότι οι υποψήφιοι δημιουργοί εμφανίστηκαν πολύ αργά. Ενώ γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής και έγινε επιτυχία στις δεκαετίες του ΄50 και του ’60 οι αμφισβητήσεις άρχισαν το 1975!
Υπάρχει ένα ιστορικό κειμήλιο. Το χαρτί όπου γράφτηκαν οι στίχοι του μεγάλου αυτού τραγουδιού
Οι δύο δημιουργοί που υποστήριξαν ότι δικό τους δημιούργημα ήταν αυτά τα λόγια και το αμφισβήτησαν ήταν ο Αλέκος Γκούβερης και ο Νίκος Ρούτσος όπως έχουμε αναφέρει και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε όλες τις απόψεις των μελετητών του χώρου και της δημοσιογραφικής έρευνας για την πατρότητα των στίχων της θρυλική και ιστορικής ” Συννεφιασμένης Κυριακής “. Μιας Κυριακής που φώτισε για πάντα τις καρδιές μας !
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ (ΟΧΙ ΤΩΝ ΚΟΥΜΠΙΩΝ)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης μιλώντας στον Γιώργο Λιάνη στο περιοδικό Επίκαιρα (14 Σεπτεμβρίου 1972) δεν αφήνει αμφιβολία για το ποιος είναι ο δημιουργός του τραγουδιού. Αποκαλύπτει μάλιστα ότι ο αρχικός του τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή»
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και εγραψα το τραγούδι. Ο πρώτος του τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή»»… ενώ έναν χρόνο αργότερα συμπλήρωνε: «Το ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του… Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες» (συνέντευξή του στον Γιώργο Πηλιχό στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’)… Περισσότερες λεπτομέρειες δίνει στον Κώστα Χατζηδουλή στην εφημερίδα «Απογευματινή» (13 Απριλίου 1976)
ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΣΥΝΤΆΚΤΗ: Από τη δική του βιογραφία για τον Βασίλη Τσιτσάνη (Νεφέλη, 1980) έχουν ξεκινήσει πολλοί ακροατές και μελετητές του λαικου και ρεμπέτικου τραγουδιού. Με τον κορυφαίο συνθέτη, άλλωστε, ο Κώστας Χατζηδουλής (μαζί του στη φωτογραφία) συνδεόταν με μακροχρόνια φιλία.
Με αρκετές αντιφάσεις, λοιπόν, το ιστορικό πλαίσιο από τη μια μεριά, αλλά συναισθηματικά πειστικό από την άλλη, για τον λόγο, ότι ο λαϊκός στίχος ανέκαθεν αποτυπώνει βιώματα, βάσανα και πίκρες της λαϊκής τάξης. Εν τούτοις, όσον αφορούσε στην ‘Κυριακή’ του η πραγματική έμπνευση των στίχων δεν ήταν οι αγώνες του ελληνικού λαού κάτω από την μπότα του κατακτητή, ή ο πόνος από μια ολέθρια εμφύλια σύγκρουση, όπως ήθελε να τους παρουσιάσει ο Τσιτσάνης, ίσως για να δώσει μια κάποια ηρωική επίφαση στο τραγούδι.
ΑΛΕΚΟΣ ΓΚΟΥΒΕΡΗΣ
Ακόμα χειρότερα, αποδόθηκε στον Τσιτσάνη η βαριά μομφή, ότι οι στίχοι του τραγουδιού δεν είναι καν δικοί του! Συγκεκριμένα, ο Τάσος Σχορέλης γράφοντας στη ‘Ρεμπέτικη Ανθολογία’ του δεν παραπέμπει ούτε στην Κατοχή, ούτε καν στα σκληρές μέρες που βίωνε ο ελληνικός λαός την αδελφοκτόνα λαίλαπα του Εμφυλίου στα χρόνια 1946-1949: «Ο Τσιτσάνης βεβαιώνει πως στις μαύρες μέρες της Κατοχής έγραψε τους στίχους και τη μελωδία της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’, τότε που οι συνεργάτες των κατακτητών κατέδιδαν τους πατριώτες στους Γερμανούς. Η αλήθεια απέχει πολύ. Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λάρισας και ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους φαρμακωμένος από την ήττα της ομάδας του. Ο Τσιτσάνης έκανε διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρωτου τετραστιχου. Έλεγε «που είναι μελαγχολική», και την έκανε «που έχει πάντα συννεφιά» (…) Η «εκκαθάριση» της ΑΕΠΙ και η ετικέτα του δίσκου της «Φίλιπς» (σημ. σε μεταγενέστερη επανέκδοση του δίσκου, γιατί στην πρώτη δεν αναφέρεται στιχουργός) αποδεικνύουν ποια είναι η αλήθεια».
Αλλ’ όμως, ο Σχορέλης, που αποδέχεται τη δήλωση του Γκούβερη ως αναφορά πραγματικού γεγονότος, είναι ιστορικός του ρεμπέτικου τραγουδιού και όχι ιστορικός του ελληνικού Ποδοσφαίρου. Αν ήταν και το δεύτερο, θα μπορούσε, ίσως, να σχολιάσει ότι και ο Γκούβερης θέλησε να φτιάξει τον δικό του μύθο γύρω από τους στίχους, δεδομένου ότι η αγαπημένη ομάδα του στιχουργού η Αθλητική Ένωση της Λάρισας, η ΑΕΛ, δηλαδή, ιδρύθηκε το 1964, που πάει να πει, ότι ο Γκούβερης περιέγραψε ένα προσωπικό του βίωμα που θα ένιωθε, τουλάχιστον 17 ολόκληρα χρόνια μετά!.. Τι και αν όντως ήταν οπαδός κάποιας από τις ομάδες (Άρης, Ηρακλής, Λαρισαϊκός, Τοξότης) που συγχωνεύτηκαν; Δεν αναφέρθηκε σε κάποια από αυτές, όπως κάθε βέρος οπαδός, που η ήττα της ομάδας του θα τον έκανε να νιώθει την Κυριακή του συννεφιασμένη. Τέλος πάντων…
Το μόνο αληθινό της ιστορίας είναι ότι η Ανώνυμη Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΑΕΠΙ) αποδίδει από τις εκκαθαρίσεις της κάποια ποσοστά στον Γκούβερη ως στιχουργού για τις πωλήσεις του δίσκου με τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’, ενώ και η δισκογραφική εταιρία ‘Φίλιπς’ τον αναφέρει στην ετικέτα του δίσκου.
Και να που ο ίδιος ο φερόμενος σαν στιχουργός, ο Αλέκος Γκούβερης, ανατρέπει κι αυτός τους ισχυρισμούς του περί πατρότητας των στίχων, που από το 1948 και για πολλά χρόνια μετά διεκδικούσε με επιμονή ως δικούς του, ώστε πλέον να θεωρείται τώρα ως ο δημιουργός τους. Είναι μια χειρόγραφη δήλωσή του που περιλαμβάνεται στο Ιστορικό Αρχείο Βασίλη Τσιτσάνη, μέρος του οποίου δημοσίευσε στο περιοδικό ‘Ταχυδρόμος’ το 2004 ο ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού και φίλος του Τσιτσάνη, ο Κώστας Χατζηδουλής.
Το χειρόγραφο-ντοκουμέντο αναφέρει: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Αλέκος Γκούβερης δηλώ ότι συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων της “Συννεφιασμένης Κυριακής” του Βασίλη Τσιτσάνη δια της προσθήκης ενός και μόνο κουπλέ. Δια την ως άνω δευτερεύουσαν βοηθητική προσφορά μου θέλω λάβω το 20% των επί των στίχων δικαιωμάτων του. Εν Αθήνας τη 17/9/1947, ο δηλών Αλέκος Γκούβερης.»
ΝΙΚΟΣ ΡΟΥΤΣΟΣ
Υπάρχει, όμως και η τρίτη εκδοχή. Την εκφράζει ο ισχυρισμός του λαϊκού στιχουργού Νίκου Ρούτσου.
Το 1977 ο πολυπράγμων Νίκος Ρούτσος (Ο ζουγκλογράφος, ο ρεμπέτης και ο παραμυθάς “κος Νίκος” επίσημα η υπογραφή του ήταν “Νίκος Β. Ρούτσος”) που έγραφε τα… πάντα, από τις ραδιοφωνικές ιστορίες του «Τζον Γκρικ» στο ραδιόφωνο, αστυνομικές νουβέλες στη «Μάσκα», παιδικά παραμύθια, αλλά και πολλά τραγούδια, μιλώντας στην «Ελευθεροτυπία» (15 Μαΐου 1976) και τον Γιώργο Γκιώνη …αποκάλυψε ότι όχι μόνο η «Συννεφιασμένη Κυριακή», αλλά και άλλα 17 τραγούδια του Τσιτσάνη είχαν δικούς του στίχους ή έστω ότι γράφηκαν σε συνεργασία μαζί του.
” Γνώρισα τον Τσιτσάνη το 1948. Έμενε τότε σε ένα δωμάτιο που είχε νοικιάσει στη Γλυφάδα για το καλοκαίρι. Του είπα ότι γράφω στίχους και ίσως για να με ξεφορτωθεί μου είπε να του γράψω κάτι και να του το πάω στο κέντρο που δουλευε τότε στο Νέο Φάληρο. Εγραψα την ” Ντερμπεντέρισσα” και του το πήγα. Το πήρε και εγώ έφυγα. Λίγο καιρό αργότερα το είχα ξεχάσει απασχολημένος απο τη συγγραφή παιδικών διηγημάτων. Το άκουσα να το τραγουδάει ένας πιτσιρίκος και αναγνώρισα τους στίχους. Ετρεξα τότε στον Τσιτσάνη. Ξαφνιάστηκε όταν με είδε και μου είπε ότι έψαχνε να με βρει για να συνεργαστούμε. Και μου είπε να του γράφω τραγούδια και αυτός θα τα έκανε επιτυχίες γιατί ήταν καλό… γκαρσόνι και ήξερε να τα σερβίρει. Του έγραψα λοιπόν το “Ομορφόπαιδο”, το “Απόψε κάνεις μπαμ”, ” Ξημερώνει και βραδιάζει”, ” Με γέρο ξεμιαλιστικες” και άλλα, μεταξύ των οποίων και την ” Συννεφιασμένη Κυριακή”. Το παράδοξο είναι ότι πολλά τραγούδια του σε αυτό το είδος τραγουδιών δεν τα έχει υπογράψει, απαξιώνοντάς τα με αυτόν τον τρόπο. Ο λόγος ήταν ότι θεωρούσε αυτά τα περιθωριακά τραγούδια δυσφημιστικά για την καριέρα του ως συγγραφέας παιδικών αφηγημάτων.
Στο ίδιο ρεπορτάζ υπάρχει και η απάντηση του Τσιτσάνη
” Αυτός θέλει πολύ ξύλο. Μετά από 30 χρόνια θυμήθηκε τέτοιες ιστορίες; Δεν θα είναι στα καλά του. Μη γράψεις τίποτα, δεν αξίζει να δημοσιευθούν τέτοια πράγματα. Στο παρελθόν με έχει ξαναενοχλήσει και τώρα με τραβάει στα δικαστήρια. Εκεί θα τα βρούμε. Εχει πλαστογραφησει την υπογραφη μου. Που είναι τα διπλότυπα των αποδείξεων που πληρωνόταν”
Με εξαίρεση το τραγούδι ‘Η Μάνα μου με δέρνει’, όπου από ότι φαίνεται ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που διεκδίκησε τα δικαιώματα της μουσικής από τον Ρούτσο (στην πρώτη εκτέλεση που είχε κυκλοφορήσει στην ελληνική ομογένεια της Αμερικής ο Ρούτσος εμφανιζόταν και σαν συνθέτης, ενώ κατόπιν σε μεταγενέστερες εκτελέσεις ως συνθέτης εμφανίζεται ο Τσιτσάνης) οι δυο δημιουργοί μπλέχτηκαν σε διενέξεις για 18 τραγούδια (που εκτός της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’ συμπεριλαμβάνονται τα πασίγνωστα ‘Ντερμπεντέρισα’ κι ‘Απόψε κάνεις μπαμ’)
Η ένσταση του Ρούτσου εκφράστηκε με δυο τρόπους. Με προσφυγή στον Άρειο Πάγο το 1975 και με δημοσιοποίηση στον Τύπο για το ποιανού ήταν οι στίχοι της ‘Κυριακής’. Ιδιαίτερα αυτό το τραγούδι τον ενδιέφερε να καταχωριστεί ως δικό του.
Με μια συνέντευξη-ποταμό στο περιοδικό ‘Κολούμπρα’ με τίτλο ‘Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν’ που είχε δώσει στον συγγραφέα Νίκο Πλατή το 1979, ανέπτυσσε με επιχειρήματα και γεγονότα τη διενεξη του με τον Τσιτσάνη εμμένοντας κυρίως στο πώς είχαν γραφεί οι στίχοι της ‘Κυριακής’.
Λίγο καιρό νωρίτερα και ενώ η δίκη είχε αρχίσει, σχεδόν τα ίδια είχε πει και στον υποφαινόμενο εκεί στο διαμέρισμά του στην παλιά πολυκατοικία της οδού Αγίου Μελετίου. «Είχα γράψει στον τελευταίο στίχο του πρώτου κουπλέ ‘στην κάθε αναποδιά μου’..» μου είχε πει. «…Του Τσιτσάνη, όμως δεν του άρεσε. Το έσβησε κι έγραψε ‘Χριστέ και Παναγιά μου’.. Μα τι γράφεις, εκεί τον ρώτησα ξαφνιασμένος… Δεν έχει νόημα!.. Θα γίνει ρεφρέν! μου απάντησε σίγουρος. ‘Χριστέ και Παναγιά μου’… Αυτός είναι ο στίχος που θα το κάνει επιτυχία! μου τόνισε. Το έβρισκα ανόητο και θύμωσα. Τσαλακωσα το χειρόγραφο και το πέταξα. Σηκώθηκα κι έφυγα. Ίσως το λάθος μου να ήταν αυτό. Ο Τσιτσάνης το σήκωσε από κάτω και βάλθηκε να το μελοποιήσει όπως το είχε διορθώσει. Αν δεν το απέρριπτα θα είχαμε κλείσει τη συμφωνία, θα είχαμε υπογράψει το συμφωνητικό συνεργασίας για το τραγούδι και δεν εμφανιζόταν τώρα ως μοναδικός δημιουργός του…»
Ο Ρούτσος πέθανε τον Δεκέμβρη του 1981, ο Τσιτσάνης στις 18 Ιανουαρίου του 1984 ακριβώς στην ημέρα των γενεθλίων του (είχε γεννηθεί το 1915), η απόφαση του Αρείου Πάγου βγήκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1987, δηλαδή έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Ρούτσου και τρία από τον θάνατο του Τσιτσάνη. Ήταν απορριπτική για τον ενάγοντα Νίκο Ρούτσο και επέβαλε δικαστική δαπάνη 45.000 δραχμών στη γυναίκα του Αστέρω και στην κόρη του Μάια, που συνέχισαν τη δίκη στο όνομα του ενάγοντα.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου έθεσε οριστικό τέλος στην υπόθεση πατρότητας των στίχων της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’ από νομικής απόψεως, αλλά από ιστορική άποψη συνεχίζει να υπάρχει η εκδοχή, έστω ως ακραία πιθανότητα, ότι οι στίχοι είναι του ή του Ρούτσου ή του Γκούβερη, πάντως όχι του Τσιτσάνη (την εκδοχή αυτή την υποστηρίζει ο Ηλίας Πετρόπουλος, ρηξικέλευθος ερευνητής και στην ιστορία του Ρεμπέτικου σε συνέντευξή του στο περιοδικό “Ταχυδρόμος το 1973”). Ότι και να έχει συμβεί το τραγούδι παραμένει κλασσικό κι εδώ και χρόνια ανήκει σε όλους τους Έλληνες.
Η “ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ” ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Αρωγοί μας πολύτιμοι οι δύο μεγάλοι μας συνθέτες, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης . Αυτοί εκτίμησαν από πολύ νωρίς την αξία του Τσιτσάνη και ειδικότερα της “Συννεφιασμένης Κυριακής”.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ για τη ” ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ “
Στο βιβλίο “Ο καθρέφτης και το μαχαίρι” του Μάνου Χατζιδάκι, εκτός από τα κείμενά του, περιλαμβάνονται και φωτογραφίες ανθρώπων και δημιουργών που συγκροτούν την προσωπική του μυθολογία.Οι φωτογραφίες είναι 65 συνολικά και στο τέλος του βιβλίου ο Χατζιδάκις τις υπομνηματιζει, άλλες μόνο με λεζάντες, άλλες με μερικές ουσιαστικές γραμμές. Η υπ’ αρ. 19 φωτογραφία είναι του Μάνου με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Παραθέτουμε, λοιπόν, στη συνέχεια, τα όσα σημειώνει ο Χατζιδάκις για τον Τσιτσάνη, με αφορμή την φωτογραφία τους που επέλεξε για το βιβλίο του.
Με τον Βασίλη Τσιτσάνη, το 1960. ” Έξι μήνες τυραννιέμαι να βρω αυτό το Κυ-ρια-κή, πριν το Χριστέ και Παναγιά μου… μού φανέρωνε σ’ ανύποπτους καιρούς ο Τσιτσάνης. Κι εγώ έμενα έκπληκτος, γιατί δεν είχα φανταστεί τόση αγωνία για ένα τραγούδι απλό. Είχα την απορία του ημισπουδαγμένου κι αφελούς. Μα όσο μεγάλωνα, τόσο ένιωθα καταλυτική αυτή την εμμονή στις λέξεις συν-νε-φιά ή Κυ-ρια-κή. Σαν ένα βλέμμα διαπεραστικό, που σκίζει εκεί ψηλά τον Ουρανό. Κι ακόμα πιο πολύ, που διαπερνά τον ίδιο το Θεό. Χριστέ και Παναγιά μου. “
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ για τη ” ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ “
Ο Μίκης Θεοδωράκης στην Αυτοβιογραφία του “Το χρέος” και στο κεφάλαιο “Τα στοιχεία της μουσικής μας παράδοσης”, αναφέρεται στις επιρροές της βυζαντινής μουσικής, στη νεώτερη λαϊκή μας μουσική. Χρησιμοποιεί ως ένα καίριο παράδειγμα το “Τη Υπερμάχω” και σημειώνει:
“Ο Βασίλης Τσιτσάνης, πήρε το χαρακτήρα αυτής της μελωδίας. Στη Συννεφιασμένη Κυριακή, που αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της νεοελληνικής τέχνης, διακρίνουμε αφομοιωμένες τις βαθύτερες σχέσεις της βυζαντινής μουσικής…”. Να υπενθυμίσουμε ότι για τη σχέση αυτή είχε μιλήσει, ίσως πρώτος, κι ο Χατζιδάκις στην διάλεξή του για το ρεμπέτικο.
Και ο Θεοδωράκης προβαίνει σε διάφορες παρατηρήσεις για τον δρόμο της μελωδίας του Τσιτσάνη με τις βυζαντινές ρίζες. Αρκούμαστε στην πρώτη: “Η αρχή είναι πανομοιότυπη (τρία ντο πριν από το ρε) με το “Τη Υπερμάχω”. Με τη διαφορά ότι ο Τσιτσάνης, κάνοντας άλμα, οδηγεί σε μια νέα πτώση χαρακτηριστική της νεοελληνικής λαϊκής μουσικής. Με τον τρόπο αυτό δένει οργανικά τις δύο μουσικές μας εποχές”.
Συννεφιασμένη Κυριακή και Τη Υπερμάχω – Καθρέφτισμα ή Αντικατοπτρισμός;
Η νέα μουσικολογική εργασία του Νίκου Ορδουλίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Fagotto.
Είναι το τραγούδι του Τσιτσάνη το καθρέφτισμα των φθόγγων του εμβληματικού βυζαντινού κοντακίου, η προβολή του γενετικού κώδικα μιας μουσικής που συνέχει τον ελληνισμό ανά τους αιώνες; Ή μήπως πρόκειται για οφθαλμαπάτη, για έναν από εκείνους τους αντικατοπτρισμούς που ξεδιψούν μόνο το μάτι, εγκαταλείποντας τους ταξιδιώτες της ερήμου στην στέρηση των ζωτικών πόρων που έχει ανάγκη η πορεία τους; Η ομοιότητα της Συννεφιασμένης Κυριακής του Βασίλη Τσιτσάνη με τον ύμνο Τη Υπερμάχω της ορθόδοξης παράδοσης είναι σήμερα δημοφιλές αντικείμενο ανταλλαγών στο διαδίκτυο, τόσο στα φόρα των ρεμπετόφιλων όσο και σε αυτά των ψαλτών.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται ορισμένες από τις απόψεις που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς για τις σχέσεις των δύο μουσικών ειδών γενικότερα, αλλά και για την καταγωγή της Συννεφιασμένης Κυριακής από το Τη Υπερμάχω.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζονται οι ιστορικές σχέσεις μεταξύ των δύο μουσικών ειδών, συνθέτοντας μία ιδιόμορφη μουσική ιστοριογραφία η οποία συχνά κινείται γύρω από το ζήτημα της ελληνικότητας.
Το τρίτο μέρος ασχολείται με την σχέση του δασκάλου με τον μαθητή, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα αυτού που συνήθως αποκαλείται «ύφος» στην ψαλτική τέχνη. Η εξέταση ορισμένων ψαλτικών «σχολών» και της συνομιλίας μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας στην μουσική πράξη, αποτελούν ζητήματα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα.
Τέλος, στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, της αμιγούς μουσικολογικής ανάλυσης, πραγματοποιείται μία νέα σύγκριση των δύο έργων, Συννεφιασμένης Κυριακής και Τη Υπερμάχω.
Ο Νίκος Ορδουλίδης σπούδασε στο University of Leeds της Αγγλίας (διδακτορικό στην λαϊκή μουσικολογία και μεταπτυχιακό στην μουσική εκτέλεση) και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (πτυχίο μουσικής επιστήμης και τέχνης). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνται γύρω από τον μουσικό συγκρητισμό που διέπει τα μουσικά είδη και ιδιώματα. Επίσης, οι πρακτικές εκτέλεσης και η παιδαγωγική προσέγγιση του λαϊκού πιάνου συνιστούν μία έτερη πτυχή της ερευνητικής του δραστηριότητας. Είναι ενεργός συνθέτης με πέντε δισκογραφικές δουλειές· και μέλος του Modern Greek Studies Association και της Ελληνικής Μουσικολογικής Εταιρείας. Διδάσκει ως Πανεπιστημιακός Υπότροφος στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου από το 2015 και έχει εκδώσει δύο μουσικολογικά συγγράμματα: Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη (1936-1983). Ανάλυση της µουσικής του και τα προβλήµατα της έρευνας στην ελληνική λαϊκή µουσική (Ιανός, 2014)· Συννεφιασμένη Κυριακή και Τη Υπερμάχω – Καθρέφτισμα ή αντικατοπτρισμός; (Fagotto, 2017).
«Κάθε δαχτυλιά μου πάνω στο μπουζούκι και στη χάραξη του δίσκου ήταν για μένα ιερή στιγμή. Όταν δούλευα είχα σκοπό να δώσω κάτι καλύτερο από εκείνο που είχα δώσει την προηγούμενη, πάντα έτσι δουλεύω, τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, η φαντασία μου φτερούγισε παντού: έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, για τη λευτεριά, για τη φτώχεια, για τον πόνο, για την αδικία, για την ελπίδα, για την εργατιά, για τη μάνα, για το ανικανοποίητο. Μουσική και λόγια βγαλμένα απ’ την καρδιά μου και παιγμένα απ’ τα χέρια μου και μιλημένα από μένα τον ίδιο σαράντα χρόνια τώρα πάνω στο σανίδι του πάλκου». Βασίλης Τσιτσάνης.
ΠΗΓΕΣ: www.discogs.com, www.mixanitouxronou.com.cy, www.newscenter.gr, https://anthologio.wordpress.com, https://aromalefkadas.gr, http://lolanaenaallo.blogspot.com.http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com, https://iporta.gr, https://iporta.gr.
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν