ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΓΙΝΕΣ ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
1. Η ΤΑΙΝΙΑ: Στέλλα
2. Ο ΕΡΩΤΑΣ: Μελίνα Μερκούρη – Ζύλ Ντασέν
1. Στους ελληνικούς κινηματογράφους η «Στέλλα» έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου 1955
και ήταν η πιο εμπορική της σεζόν 1955-1956, από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές
που προβλήθηκαν καθώς «έκοψε» 134.142 εισιτήρια!
α. ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
1. ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΓΙΝΕΣ ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Στίχοι: Μιχάλης Κακογιάννης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Ερμηνεία: Μελίνα Μερκούρη
https://www.youtube.com/watch?v=ZCCyte5GYKI
Απόσπασμα από την ταινία: με τη Μελίνα Μερκούρη
https://www.youtube.com/watch?v=VtWd6M2ADuY
2. ΕΦΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ
Στίχοι: Μιχάλης Κακογιάννης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Μαίρη Λώ
Εφτά τραγούδια θα σου πώ
Ερμηνεία: Μαίρη Λώ
Απόσπασμα από την ταινία: με τη Μελίνα Μερκούρη
Εφτά τραγούδια θα σου πώ
με τη Μελίνα Μερκούρη
3. ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Σοφία Βέμπο
απόσπασμα απο την ταινία: με την Σοφία Βέμπο
Το φεγγάρι είναι κόκκινο
Σοφία Βέμπο
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ
Ερμηνεία: Νάνα Μούσχουρη
Το φεγγάρι είναι κόκκινο
Νάνα Μούσχουρη
4. Ο ΜΗΝΑΣ ΕΧΕΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ
Στίχοι: Μιχάλης Κακογιάννης
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Σοφία Βέμπο
Ο μήνας έχει δεκατρείς
Σοφία Βέμπο
Ο ΜΗΝΑΣ ΕΧΕΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ
Ερμηνεία: Μελίνα Μερκούρη
Ο μήνας έχει δεκατρείς
Μελίνα Μερκούρη
ΣΤΙΧΟΙ
ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΓΙΝΕΣ ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Αγάπη που `γινες δίκοπο μαχαίρι
άλλοτε μου `δινες μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
δε βρίσκω άκρη, δε βρίσκω γιατρειά.
Φωτιές ανάβουνε μες στα δυο του μάτια,
τ’ αστέρια πέφτουνε όταν με θωρεί.
Σβήστε τα φώτα, σβήστε το φεγγάρι
σαν θα με πάρει τον πόνο μου μη δει
ΕΦΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ
Βγήκανε τ’ άστρα
κι οι κοπέλες με τ’ άσπρα
κατεβαίνουν στην κάτω γειτονιά.
Τα παλληκάρια
παρατάνε τα ζάρια
κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά.
Στου Παραδείσου τα μπουζούκια θα με πας,
κι αφού χορέψουμε και πάψει ο σαματάς
εφτά τραγούδια θα σου πω, για να διαλέξεις το σκοπό,
για να μου πεις, για να σου πω το “Σ’ αγαπώ”.
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟΤο φεγγάρι είναι κόκκινο
το ποτάμι είναι βαθύ
κι η αγάπη μου στα χέρια σου
είναι κάτασπρο πουλί.
Το φεγγάρι είναι πράσινο
το ποτάμι είναι γαλάζιο
έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.
Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.
Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.
Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.
Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.
Ο ΜΗΝΑΣ ΕΧΕΙ ΔΕΚΑ ΤΡΕΙΣ
Ο μήνας έχει δεκατρείς
καταραμένη μέρα,
δεν θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο
ούτε για καλημέρα.
Σαν ξημερώνει δεκατρείς
δεν βγαίνω απ’ το κρεβάτι,
κλειδώνω πόρτες και παράθυρα,
μα που κλείσω μάτι.
Άτιμη μέρα μ’ έφαγε
μου ‘κοψες τα φτερά μου
στον έρωτα με κάνει διαρκώς
να χάνω τα νερά μου.
Με λένε για προληπτική,
μα το `φερε η μοίρα
στις δεκατρείς να μείνω ορφανή,
στις δεκατρείς και χήρα.
ΣΧΟΛΙΑ
Το 1960, όταν πρωτομπήκα στη Ραδιοφωνία, η Τόνια Καράλη, που τότε δεν ήταν μόνο η αγαπημένη φωνή του ραδιοφώνου αλλά και προϊσταμένη στους παραγωγούς της ξένης ελαφράς μουσικής, μού έδειξε ένα δισκάκι που μόλις της είχαν φέρει από το Παρίσι. Ήταν με την Μελίνα Μερκούρη, σε δυο τραγούδια από τη «Στέλλα»: «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» και «Ο μήνας έχει δεκατρείς». Η Τόνια, μού δάνεισε το 45αράκι της για να το αντιγράψω σε μαγνητοταινία, εγώ της το επέστρεψα και εκείνη στη συνέχεια, το έχασε και δεν το ξαναβρήκε. Χάρη στη δική μου αντιγραφή ωστόσο, η ηχογράφηση διασώθηκε κι έτσι μπορούσα να παίζω αυτά τα δύο τραγούδια για χρόνια στις εκπομπές μου στο ραδιόφωνο.
Κάποια στιγμή μού τα ζήτησε ο Μάνος Χατζιδάκις για τους δίσκους με σπάνιες ηχογραφήσεις που ετοίμαζε τότε για την «Κολούμπια». «Μάνο, θέλω τα τραγούδια της Μελίνας να τα βάλω σε δικό μου δίσκο, αν και όταν γίνει» του απάντησα. Και τα κράτησα για μένα.
Και να που από αυτά τα δυο τραγούδια ξεκίνησε το 1989 η ιδέα για ένα δίσκο αφιέρωμα στη Μελίνα που από τα δέκα μου χρόνια ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Πρώτα ερωτεύτηκα τη φωνή της, όταν την άκουγα στις θεατρικές εκπομπές του ραδιοφώνου. Και έπειτα γοητεύτηκα από την ίδια, όταν τον Ιούλιο του 1955, στο πρώτο κλιματιζόμενο θέατρο της Αθήνας, το «Κοτοπούλη – Ρεξ», την είδα στο «Εφτά χρόνια φαγούρα». Τότε είναι που την πλησίασα και τη γνώρισα και από κοντά. Κι ύστερα ήρθαν η «Στέλλα» και το «Γλυκό πουλί της νιότης» και σιγουρεύτηκα πια πως η Μελίνα είναι αυτό που λένε για τους πολύ μεγάλους σταρ «Bigger than life» ( Μεγαλύτερη απ‘ τη ζωή).
Σ’ αυτήν την αγαπημένη μου Μελίνα λοιπόν, θέλησα το 1989 να κάνω δώρο ένα δίσκο που θα κάλυπτε μέσα από τραγούδια που είχε πει, μεγάλους σταθμούς και της ζωής και της καριέρας της. Ήθελα όμως ο δίσκος να είναι δώρο-έκπληξη και δεν την ενημέρωσα από πριν. Η Μελίνα βρισκόταν τότε άρρωστη στη Νέα Υόρκη κι όταν έμαθε για τον δίσκο που είχα φτιάξει, νόμισε πως τής ετοιμάζαμε …μνημόσυνο. Ανήσυχη μου τηλεφώνησε από την Αμερική η Μανουέλα Παυλίδου, για να μάθει τι συμβαίνει. Και μόνο όταν της εξήγησα, ηρέμησε.
Τα έσοδα από το δίσκο, η Μελίνα τα πρόσφερε για το Μουσείο της Ακρόπολης. Και στην πρες κόμφερανς που οργάνωσε η «Λύρα» στα γραφεία της, η Μελίνα ήρθε εκθαμβωτική, με τους δημοσιογράφους απέναντί της να την κοιτούν ερωτευμένοι, σχεδόν όσο κι εγώ.
Γιώργος Παπαστεφάνου
Οι άγνωστες πτυχές της θρυλικής «Στέλλας» του ελληνικού κινηματογράφου
β. Η Τ Α Ι Ν Ι Α
Η Στέλλα δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Ερωτευόταν πέρα και έξω από τα στενά «καλούπια» της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50. Ήταν δακτυλοδεικτούμενη. Περιφρονούσε το δήθεν και το «τι θα πει ο κόσμος»… Ας έλεγε ότι ήθελε! Εκείνη πήγαινε κόντρα σε όλους και σε όλα αρκεί να ζούσε τον έρωτα ελεύθερα. Ακόμα κι αν ήξερε πως ο έρωτας αυτός θα μετατρεπόταν για την ίδια σε «δίκοπο μαχαίρι».
Έκανε αυτό που τις επέβαλε η συνείδησή της. Έπραττε, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, «κατά τον δαίμονα εαυτού». Υπέκυπτε μόνο στους προσωπικούς της δαίμονες και βάδισε με χαμόγελο ίσια πάνω στο μαχαίρι που, τελικά, της έκοψε το νήμα της ζωής. Ακόμα και τότε, όμως, εκείνη την ύστατη ώρα, ήθελε να γευτεί τον έρωτα. Γι’ αυτό τη στιγμή που ξεψυχούσε ζήτησε από τον αγαπημένο της να την φιλήσει…
Η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη είναι, πλέον, μια ταινία θρύλος με πολλά στοιχεία αρχαίας τραγωδίας. Η πρωταγωνίστρια ένα σύμβολο του ελεύθερου έρωτα που κατακρίθηκε απο ορισμένα έντυπα της εποχής.
Η υπόθεση μιας σύγχρονης… αρχαίας τραγωδίας
Δημιουργός της «Στέλλας» ο 33χρονος, τότε, Μιχάλης Κακογιάννης. Ο δημιουργός τοποθετεί την ηρωίδα του σε ένα πλαίσιο που σοκάρει την άκρως συντηρητική μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Η εικόνα της σκάει σαν βόμβα. Μακριά από την εικόνα της γλυκούλας κόρης, του κοριτσιού από (και για) σπίτι, της χρυσοχέρας νοικοκυράς, της άμεμπτης χήρας και της άσπιλης γεροντοκόρης, η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) είναι τραγουδίστρια, το πρώτο όνομα του λαϊκού μαγαζιού «ο παράδεισος». Είναι εκρηκτική γυναίκα, που ζει και ερωτεύεται, πέρα από τα στερεότυπα της εποχής της.
Όταν γνωρίζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας), ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού που την τραβά σαν μαγνήτης, διακόπτει τον δεσμό της με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), νεαρό γόνο μιας πλούσιας οικογένειας, που αντιδρούσε στη σχέση τους. Ο Αλέκος σκοτώνεται σε ένα τροχαία ατύχημα.
Ο Μίλτος θέλει να την κάνει γυναίκα του κι εκείνη δέχεται, αλλά το μετανιώνει σχεδόν αμέσως και τον εγκαταλείπει. Την ημέρα του γάμου τους δεν πάει ποτέ στην εκκλησία και περνά τη νύχτα της με τον Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς), ένα νεαρό που γνώρισε στο δρόμο.
Ξημερώματα, επιστρέφοντας στο σπίτι της, έρχεται αντιμέτωπη με τον Μίλτο και χαμογελαστή συναντά τον θάνατο από το μαχαίρι του, ενώ την ώρα που ξεψυχά στην αγκαλιά του, του ζητά να την φιλήσει, σε μια από τις συγκλονιστικότερες σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου.
Άγνωστες πτυχές της ταινίας και η dream team των συντελεστών
Υποτίθεται πως το σενάριο της ταινίας εξελίσσεται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Δεν είναι έτσι όμως. Το σημείο που γυρίστηκε η σκηνή του φόνου της Στέλλας, εκείνο το χαρακτηριστικό για εκείνη την εποχή, τρίστρατο, βρίσκεται στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού στα Εξάρχεια.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ναι, στη διάρκεια της ταινίας εμφανίζονται σκηνές που έχουν γυριστεί στον Πειραιά, την Καστέλλα και το Μικρολίμανο αλλά υπάρχει και η πλατεία Αβησσυνίας, η οδός Ηφαίστου, η πλατεία Μοναστηρακίου, η Πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, το Α’ Νεκροταφείο και η οδός Αναπαύσεως, η Ερμού, η Όθωνος και η Αμαλίας στο Σύνταγμα, η Βουκουρεστίου, η Πανεπιστημίου, η Χαριλάου Τρικούπη, η Πεσματζόγλου, το Αρσάκειο, τα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα, οι ανηφοριές του Λυκαβηττού.
Σχεδόν ολόκληρη η ταινία, είναι σήμερα ένα διαμάντι όπου ο θεατής μπορεί να ανακαλύψει πως ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή. Είναι ένας ασπρόμαυρος «χάρτης» μιας περιόδου που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Πέρα από τις τοποθεσίες, ωστόσο, εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι οι συντελεστές της ταινίας αποτελούσαν, όπως θα λέγαμε σήμερα χρησιμοποιώντας έναν κατ’ εξοχήν αθλητικό όρο, dream team!
Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική με τη βοήθεια του Βασίλη Τσιτσάνη, τα σκηνικά δημιούργησε ο Γιάννης Τσαρούχης, την περίφημη αφίσα της ταινίας, φιλοτέχνησε ο ζωγράφος και «μάγος» της γιγαντοαφίσας Γιώργος Βακιρτζής, στη συγγραφή του σεναρίου συμμετείχε και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Η υπόθεση, άλλωστε, βασίστηκε στο άγνωστο στο ευρύ κοινό θεατρικό έργο του Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (που ανέβηκε για πρώτη φορά μόλις το 1997 από το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου), το οποίο μεταφέρει την ιστορία της «Κάρμεν» του Μεριμέ.
Τα κοστούμια ήταν της Ντένης Βαχλιώτη η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ για τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» το 1960 και «Φαίδρα» το 1962 με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ το 1975 κέρδισε το Όσκαρ Ενδυματολογίας για την ταινία «Μεγάλος Γκάτσμπι».
Για τους ηθοποιούς τα λόγια είναι περιττά. Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Φούντας, Αλέκος Αλεξανδράκης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Χριστίνα Καλογερίκου, Κώστας Κακκαβάς Βούλα Ζουμπουλάκη, Τασσώ Καββαδία και βέβαια η σπουδαία Σοφία Βέμπο!
Για την Μερκουρη και τον 19χρονο τότε Κακαβά ήταν η πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο. Ο ηθοποιός χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κώστας Καράλης καθώς, όπως ο ίδιος είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του, δεν ήθελε να μπει το πραγματικό του όνομα στους τίτλους, επειδή δεν συμφωνούσαν οι δικοί του! Το ψευδώνυμο του το βρήκε η Μερκούρη.
Τους στίχους των τραγουδιών «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», « Ο μήνας έχει δεκατρείς » που ακούγονται στην ταινία, έγραψε ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης. Τους στίχους των τραγουδιών ” Το φεγγάρι είναι κόκκινο “, ” Εφτά τραγούδια θα σου πώ ” ο συνθέτης όλων των τραγουδιών Μάνος Χατζιδάκις.
Η αυστηρή κριτική από τα προοδευτικά έντυπα της Αριστεράς
Διχασμένοι οι κριτικοί της εποχής, αντιμετώπισαν την ταινία είτε με ευμενή σχόλια, είτε με εξαιρετικά αρνητική κριτική (ειδικά από τον αριστερό Τύπο της εποχής). Στο μόνο που όλοι συμφωνούσαν, ήταν η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, η οποία επαινέθηκε. Οι περισσότεροι κριτικοί περιέγραψαν την ταινία ως ένα ηχηρό κατηγορητήριο σε βάρος της πατριαρχίας, με την πρωταγωνίστρια να εκπροσωπεί ένα γυναικείο πρότυπο που ήταν αναμφίβολα ξένο προς την ελληνική κοινωνία της εποχής, αλλά και μια διαχρονική ηρωίδα τραγωδίας. Κατά τον ιστορικό Γιάννη Σολδάτο, η Στέλλα εξέφραζε τις επιθυμίες πολλών γυναικών, λίγες από τις οποίες ωστόσο τολμούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Ειδικότερα, προσωποποιεί τη σύγκρουση των παραδοσιακών αξιών, του ηθικού κώδικα και της τιμής με το ερωτικό πάθος που τελικά δε διασώζεται σε αυτά τα πλαίσια.
Όσο κι αν είναι κάτι που σήμερα μας κάνει εντύπωση τις χειρότερες κριτικές για την «Στέλλα» τις δημοσίευσαν έντυπα της Αριστεράς που αν και υποτίθεται πως έπρεπε να ήταν πιο «ανοιχτά», εντούτοις εμφανίστηκαν περισσότερο συντηρητικά από οποιοδήποτε άλλο μέσο.
«Η χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά παρουσιάζονται σαν ηρωισμός. Η μαγκιά και το σερτιλίκι, σαν παλληκαριά. (…) Το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να ‘χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας; Πιστεύουν πως η προσπάθειά της, η “πάλη” της να προασπίσει μιαν ανήθικη, μια διεστραμμένη ασυδοσία, μπορεί να κινήσει τη συμπάθεια ή το θαυμασμό, ή πως το μαχαίρωμά της από έναν αλήτη είναι τραγωδία;
Ο κ. Κακογιάννης, ξένος ακόμα στον τόπο μας, χρωστάει να μελετήσει βαθύτερα την ελληνική πραγματικότητα που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμα, σ’ έναν κάποιο βαθμό, τα μπουζούκια, δεν κλείνεται όμως σ’ αυτά. Η αισθητική του συνταύτιση με τον θιασώτη των μπουζουκιών και συνθέτη του “Καταραμένου φιδιού” Μάνο Χατζηδάκι είναι το λιγότερο αποκαρδιωτική. Όπως κι εκείνος, δε θα συγκινήσει παρά μόνο τους εστέτ»
έγραψε ο Αντ’ωνης Μοσχοβάκης στην ” Επιθεώρηση της τέχνης”.
Στη συνέχεια τη «σκυτάλη» πήρε ο Κώστας Σταματίου ο οποίος έγραψε στην «Αυγή»: «Αυτό που βλέπουμε πάντως, είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ότι χαμηλότερο, ότι πιο “λούμπεν”, ότι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι ένα καλομελετημένο συνοθύλευμα χυδαίου νατουραλισμού, μοιρολατρίας γαλλικής σχολής (της προπολεμικής εποχής), ψευτοελληνικού λαογραφικού στοιχείου (σερβίρει στους ξένους για Ελλάδα τα τουρκοανατολίτικα μπουζούκια -που κι εδώ πέρασε η μόδα τους-, το νταηλίκι, τη σεξουαλική ασυδοσία, το σουγιάδιασμα, την αλητεία κλπ.) ψεύτικης τολμηρότητας. (…)
Λευτεριά λοιπόν στις γυναίκες να πηγαίνουν με τον πρώτο που θα τους αρέσει, και πετύχαμε την ανεξαρτησία μας! Δυστυχώς, θα ‘ναι πολλά τα θύματα της τολμηρότητας του Κακογιάννη».
Η διεθνής αναγνώριση μιας σπουδαίας ταινίας
Ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης στη βιογραφία του χαρακτηρίζει αυτές τις κριτικές «γελοίες που θα ξεχαστούν γρήγορα».
Η αλήθεια είναι πως αυτές οι κριτικές ήταν οι εξαιρέσεις. Η νεαρή τότε κρίτικος Ροζίτα Σώκου εστίασε στο γεγονός ότι με αφορμή την ταινία ο ελληνικός κινηματογράφος συζητήθηκε και θεωρήθηκε επιτέλους υπολογίσιμος παράγοντας στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παραγωγή. Από την πλευρά της η Ελένη Βλάχου έγραψε: «η “Στέλλα” είναι ένα καλοχτισμένο μελόδραμα που διηγείται με ευφυΐα και αίσθημα την ιστορία μιας ατίθασης, υπερήφανης και αρκετά άτακτης κοπέλας, της “Στέλλας” που ζητεί να συνδυάσει τον έρωτα και την ελευθερία και να βρει μια ευτυχία χωρίς δεσμούς».
Η ταινία προβλήθηκε στο 8ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Κανών το 1955 και την ίδια χρονιά απέσπασε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Χόλιγουντ και προτάθηκε για το Όσκαρ ενδυματολογίας.
Σε εκείνη τη συνάντηση στις Κάννες έγινε και η γνωριμία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έγινε η μούσα του στις επόμενες ταινίες του σπουδαίου δημιουργού.
2. Ο ΕΡΩΤΑΣ: Μελίνα Μερκούρη – Ζύλ Ντασέν
Ο άντρας που έκανε τη Μελίνα Μερκούρη να κλάψει – Ένας παράφορος έρωτας
«Η Μελίνα είναι μια θεά που μέσα της βρίσκει ησυχία ο Διάβολος» είχε πει κάποτε για την μεγάλη ηθοποιό και πολιτικό ο δεύτερος σύζυγος της Ζυλ Ντασέν Ο Ζυλ Ντασέν ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος του θεάτρου και του κινηματογράφου, που έζησε για πολλά χρόνια στη Γαλλία και στην Ελλάδα, όπου και πέθανε. Μετά το γάμο του με τη Μελίνα Μερκούρη συνέδεσε τη ζωή του με την Ελλάδα και θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα. Προς το τέλος της ζωής του έγινε επίτιμος Έλληνας πολίτης ως ύψιστη αναγνώριση της πολιτιστικής προσφοράς του στην Ελλάδα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Ήμουν Έλληνας πριν γνωρίσω τη Μελίνα».
Στις 21 Νοεμβρίου 1955 έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους η θρυλική ταινία «Στέλλα» στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Μελίνα Μερκούρη και ο Γιώργος Φούντας. Όταν η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις καθώς ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τα συντηρητικά ήθη της εποχής. Ωστόσο, η επιτυχία ήταν τεράστια και σύντομα ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και προβλήθηκε και στο εξωτερικό.
Μάλιστα, η ταινία ήταν και ο λόγος που η Μελίνα Μερκούρη γνώρισε τον άντρα της ζωής της Ζυλ Ντασσέν.
Η Μελίνα Μερκούρη είχε περιγράψει την παρουσία της στις Κάννες και τη γνωριμία της με τον Ζυλ Ντασσέν: «Ο Ντασέν με γνώρισε στην οθόνη. Ο Κακογιάννης τον παρακάλεσε να έρθει στην προβολή της «Στέλλας». Ο Τζούλης, εκείνη την εποχή ήταν το πιο φανταχτερό πλάσμα του φεστιβάλ λόγω μακαρθισμού. Ήρθε, είδε το φιλμ. Εγώ, με την φίλη μου τη Ρένα και τον Φούντα καθόμασταν πίσω. Όταν τέλειωσε η ταινία, είδα έναν άνθρωπο με πολύ γαλάζια μάτια να πηδάει σαν αθλητής τα καθίσματα και να έρχεται να μας παίρνει αγκαλιά, τον Φούντα κι εμένα. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. Ο Μιχάλης είπε : «Να σας συστήσω : «Η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας. Ο Ζιλ Ντασέν». «Τι ωραία που περπατάτε», μου είπε, «τι ωραία που γελάτε». Ήταν ο άνθρωπος που θα με μάθαινε πώς να κλαίω…»
Η Μελίνα Μερκούρη δεν κέρδισε τελικά το βραβείο καλύτερης ηθοποιού, και όταν ο Ζυλ Ντασσέν την είδε να κλαίει, την πλησίασε και της είπε ότι άξιζε πολύ περισσότερα: “Δεν μπορούσα να χαμογελάσω. Κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μην βλέπει κανείς τα δάκρυά μου. «Έχει τόση μεγάλη σημασία το βραβείο;». Ήταν ο άνθρωπος με τα γαλανά μάτια. Τον μίσησα. Εκείνος μπορούσε να μιλάει – είχε πάρει το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη. Ποιος διάβολος ήταν για να μου μιλάει με αυτό το ύφος; «Αλήθεια;» γκάριξα. Γκάριξα σαν γάιδαρος. «Αξίζεις πολύ περισσότερα απ’αυτό» Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε».
Κάπως έτσι γεννήθηκε ο μεγάλος έρωτας της Μερκούρη και του Ντασσέν που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους.