Οι Αμερικανοί τιμούν τα αγαπημένα τους…

AFI: American Film Institute

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (αγγλικά: American Film Institute, συντομογραφία: AFI) είναι ανεξάρτητος, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, ο οποίος ιδρύθηκε το 1967 όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον υπέγραψε τον νόμο National Foundation on the Arts and the Humanities Act.
Το AFI καθιέρωσε το βραβείο Life Achievement Award το 1973. Το φεστιβάλ του Ινστιτούτου, AFI Fest, ξεκίνησε το 1987 και έκτοτε διοργανώνεται σε ετήσια βάση. Το 1998, με την ευκαιρία της 100ης επετείου του αμερικανικού κινηματογράφου, το AFI ξεκίνησε τη σειρά 100 Χρόνια…, η οποία πανηγυρίζει και προάγει το ενδιαφέρον για την ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου. Το Ινστιτούτο αναλαμβάνει επίσης την συντήρηση παλιών ταινιών, τα φιλμ των οποίων είναι επιρρεπή σε αλλοιώσεις.

Ένας τρόπος για να αναγνωριστεί μια ταινία ως κλασική, είναι και οι διάφορες λίστες καλύτερων ταινιών που βγαίνουν από οργανισμούς ή περιοδικά. Όσον αφορά την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την πιο έγκυρη λίστα, ή μάλλον σειρά από λίστες, την ανακοινώνει πάντα το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, κοινώς AFI (American Film Institute). Μετά από μια μεγάλη σειρά από λίστες, που αφορούν διάφορες κατηγοριοποιήσεις, ήρθε η ώρα για δέκα TOP-10 ειδικών κατηγοριών.
Τα καλύτερα Κινούμενα Σχέδια, Ρομαντικές Κομεντί, Γουέστερν, Αθλητικά, Μυστηρίου, Φαντασίας, Επιστημονικής Φαντασίας, Γκάγκστερ, Δικαστικά Δράματα και Έπη, πάντα όμως made in USA, αφού το ινστιτούτο πάντα αγνοεί τις μη αγγλόφωνες παραγωγές. Βρήκαμε πιο ενδιαφέρουσες τις λίστες που αφορούν τα Μυστηρίου, τα Γκαγκστερικά, τα Δικαστικά και τα Έπη, όχι ότι δεν λείπουν σημαντικές ταινίες, αλλά από τις υπόλοιπες λίστες λείπουν πολύ περισσότερες… Τέλος με τα λόγια, ιδού τα καλύτερα των καλύτερων, κατά AFI…

TOP 10 Γκανγκστερικές όλων των εποχών

10 Ο Σημαδεμένος / Scarface 1983

Ο Σημαδεμένος (αγγλ. Scarface) είναι Αμερικανική ταινία του 1983 με σκηνοθέτη τον Μπράιαν Ντε Πάλμα, σεναριογράφο τον Όλιβερ Στόουν και παραγωγό τον Μάρτιν Μπρέγκμαν και πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο ως Τόνι Μοντάνα. Πρόκειται για προσαρμοσμένο ριμέικ της τανίας Ο Σημαδεμένος, και διηγείται την ιστορία ενός Κουβανού πρόσφυγα που φτάνει το 1980 στο Μαϊάμι και γίνεται βαρώνος στο καρτέλ ναρκωτικών στη ραγδαία αύξηση της χρήσης κοκαΐνης στη δεκαετία του ’80. Η ταινία είναι αφιερωμένη στους Χάουαρντ Χοκς και Μπεν Χεχτ, τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο αντίστοιχα της πρώτης ταινίας.

Η αρχική ανταπόκριση των κριτικών στην ταινία ήταν ανάμεικτη, ειδικά όσον αφορά την εκτεταμένη απεικόνιση βίας και εκτεταμένη χρήση γραφικής γλώσσας. Κάποιοι Κουβανοί εκπατρισμένοι του Μαϊάμι αντέδρασαν στην απεικόνιση των Κουβανών στη ταινία ως εγκληματιών και εμπόρων ναρκωτικών.

09 Ο Άρχων του Εγκλήματος / Little Caesar 1931

Το Ο Άρχων του Εγκλήματος (Πρωτότυπος τίτλος: Little Caesar) είναι μια γκανγκστερική ταινία αμερικανικής παραγωγής 1931 σε σκηνοθεσία Μέρβιν ΛιΡόι. Πρωταγωνιστούν οι Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον, Ντάγκλας Φέρμπανκς Τζ και η Γκλέντα Φάρελ. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Ριλέι Μπάρνετ του 1929. Το 2000, επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Κινηματογραφικό Μητρώο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου ως «πολιτισμικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική».

Πλοκή
Δύο μικροκακοποιοί, ο Τσέζαρε “Ρίκο” Μπαντέλο και ο Τζο Μασάρα μετακινούνται προς το Σικάγο αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Στην αρχή θα συμμετέχουν στη συμμορία του Σαμ Βετόρι, αλλά ο Τζο, που ονειρεύεται να κάνει καριέρα ως χορευτής, ενδιαφέρεται περισσότερο για δόξα και γυναίκες. Εκεί θα γνωρίσει την Όλγα και αποχωρεί από την συμμορία. Εν τω μεταξύ, ο Ρίκο που παραμένει θα ανέβει γρήγορα στην ιεραρχία της οργάνωσης του Σαμ και σύντομα μέσα από δολοπλοκίες και φόνους θα πάρει την ηγεσία του εγκληματικού συνδικάτου του Σικάγου. Και, ως συνήθως, θα έρθει η στιγμή που θα τα βάλει με το νόμο αλλά και με τον ίδιο του το φίλο. Και φυσικά, μετά την κορυφή ακολουθεί η πτώση.

Ο Άρχων του Εγκλήματος ήταν μια από τις πρώτες ταινίες του Χόλυγουντ με θέμα το οργανωμένο έγκλημα στις Ηνωμένες Πολιτείες και δημιούργησε τις βάσεις για τις μετέπειτα γκανγκστερικές ταινίες, εγκαινιάζοντας ένα νέο είδος κινηματογραφικών ταινιών. Χάρη σε αυτήν την ταινία η καριέρα του Έντουαρντ Τζ Ρόμπινσον απογειώθηκε και έπαιξε αρκετές τέτοιες ταινίες κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, υποδυόμενος συχνά έναν σκληρό και αδίστακτο γκάνγκστερ. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν κυρίως στα κινηματογραφικά στούντιο με ελάχιστες σκηνές να γίνονται εκτός. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις Αμερικανικές κινηματογραφικές αίθουσες στις 3 Ιανουαρίου του 1931 με τις κριτικές να είναι αρκετά θετικές.

08 Εχθρός της Κοινωνίας / The Public Enemy 1931

Η ταινία Ο εχθρός της κοινωνίας (πρωτότυπος τίτλος The Public Enemy) είναι γκανγκστερικό δράμα και Φιλμ νουάρ παραγωγής 1931 σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Α. Γουέλμαν. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Τζέιμς Κάγκνεϊ που πλαισιώνεται από τους Τζιν Χάρλοου, Έντουαρντ Γουντς, Ντόναλντ Κουκ, Μέι Κλαρκ και Τζόαν Μπλόντελ. Πρόκειται για μια σκληρή απεικόνιση της δράσης των γκάνγκστερ κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης του ’29 στις Η.Π.Α. που προβλήθηκε μόλις τρία χρόνια πριν την καθιέρωση του κώδικα λογοκρισίας για τον κινηματογράφο από το γραφείο του γερουσιαστή Χέιζ. Το σενάριο βασίστηκε σε ακυκλοφόρητο μυθιστόρημα με τίτλο Beer and Blood που γράφτηκε από τους Κούμπεκ Γκλάσμαν και Τζον Μπράιτ που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της δράσης του Αλ Καπόνε στο Σικάγο και διασκευάστηκε από τον Χάρβεϊ Φ. Θιου για τη μεγάλη οθόνη.

Πλοκή
Οι παιδικοί φίλοι Τομ Πάουερς (Τζέιμς Κάγκνεϊ) και ο Ματ Ντόιλ (Έντουαρντ Γουντς) μπλέκουν από μικροί με κακόφημες παρέες. Έχουν ως πρότυπό τους τον κακοποιό Πάτι Νόους (Μάρεϊ Κίνελ) που τους μαθαίνει να κλέβουν και μεγαλώνοντας τα εγκλήματά τους γίνονται όλο και μεγαλύτερα. Ο Μάικ (Ντόναλντ Κουκ), αδελφός του Τομ και η Μόλι (Ρίτα Φλιν), αδελφή του Ματ προσπαθούν να βάλουν τους δυο νέους στον ίσιο δρόμο, αλλά εκείνοι έχουν ήδη επιλέξει το δρόμο της παρανομίας. Ο Τομ κρατάει τις δραστηριότητές του κρυφές από τη μητέρα του και κατά την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης εργάζεται μαζί με τον Ματ για λογαριασμό του αρχιμαφιόζου Πάντι Ράιαν (Ρόμπερτ Έμερετ Χόρτον), κάνοντας παράνομη πώληση αλκοόλ. Βλέποντας τη μεγάλη ζήτηση του αλκοόλ, οι δυο φίλοι αποφασίζουν να συνεργαστούν με έναν άλλο μαφιόζο τον Σάμιουελ “Νέιλς” Νέιθαν (Λέσλι Φέντον) αυτή τη φορά ως αρχηγοί της συμμορίας. Οι δυο άνδρες πλουτίζουν και ο Τομ ζει μια πολυτελή ζωή, αλλάζοντας τη μια ερωμένη μετά την άλλη, καταλήγοντας τελικά στην αγκαλιά της Γκουέν (Τζιν Χάρλοου). Μετά το θάνατο του Νέιλς Νέιθαν όμως, μια αντίπαλη συμμορία προσπαθεί να πάρει την αρχηγία της επιχείρησης του αλκοόλ από τους Τομ και Ματ. Ο Ματ σκοτώνεται και ο Τομ καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου υπόσχεται ότι θα αλλάξει, αλλά είναι πλέον πολύ αργά.

07 Pulp Fiction 1994 

Το Pulp Fiction είναι αμερικανική αστυνομική νεο-νουάρ κινηματογραφική ταινία μαύρης κωμωδίας του 1994 που γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Κουέντιν Ταραντίνο, βασισμένη σε μια ιστορία του Ταραντίνο και του Ρότζερ Άβαρυ. Η σκηνοθεσία της ταινίας χαρακτηρίζεται από το έντονο στυλ της. Η πλοκή της ταινίας αφορά τις διασταυρούμενες ιστορίες συμμοριτών, ατόμων του υποκόσμου, μικρο εγκληματιών  και ενός μυστηριώδους χαρτοφύλακα. Ο τίτλος της ταινία αναφέρεται στα περιοδικά pulp και τις hardboiled crime νουβέλες, που ήταν δημοφιλείς στα μέσα του 20ού αιώνα, γνωστά για την εικονογραφημένη βία και τους δυναμικούς διαλόγους.

Το σενάριο του Pulp Fiction γράφτηκε μεταξύ των ετών 1992 και 1993, και υιοθέτησε κάποιες σκηνές που γράφτηκαν αρχικά από τον Άβαρυ για την ταινία True Romance (1993). Το σενάριό του, όπως και άλλες δουλειές του Ταραντίνο, παρουσιάζεται εκτός χρονολογικής σειράς. Επίσης, στην ταινία γίνονται αυτοαναφορές στο σημείο της έναρξής της, όπου δίνεται μια κάρτα δύο ερμηνειών του “pulp”. Αφιερώνεται αρκετός χρόνος σε μονολόγους και απλές συζητήσεις με έντονο διάλογο, που αποκαλύπτουν τις οπτικές γωνίες κάθε χαρακτήρα για διάφορα θέματα, ενώ η ταινία διαθέτει ένα συνδυασμό ειρωνείας και έντονης βίας. Το σενάριό της απορρίφθηκε από την Columbia TriStar επειδή θεωρήθηκε “υπερβολικά τρελό”. Ωστόσο, ο συν-προεδρεύων της Miramax,  Χάρβεϊ Γουάινστιν, σαγηνευτηκε αμέσως από αυτό, και η ταινία έγινε η πρώτη που χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από τη Miramax.

Το 2013 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Περίληψη
Η ταινία αποτελείται από 4 ιστορίες (σε πραγματική χρονολογική σειρά):
Την ανάκτηση ενός μυστηριώδους χαρτοφύλακα από τους δύο γκάνγκστερ εκτελεστές Βίνσεντ Βέγκα (Τζον Τραβόλτα) και Τζουλς Γουίνφιλντ (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και “Η Περίπτωση της Μπόνι”,”Το Δείπνο” (και τα δύο μισά, όπως εμφανίζονται στην ταινία),
“Μία Γουάλας”
“Το Χρυσό Ρολόι”.
Ο Τζουλς Γουίνφιλντ  και ο Βίνσεντ Βέγκα δουλεύουν σαν εκτελεστές για τον γκάνγκστερ Μαρσέλους Γουάλας . Σε μια «δουλειά» σώζονται σαν από θαύμα και ο Τζουλς αποφασίζει να τα παρατήσει. Ο Γουάλας  κλείνει συμφωνία με τον μποξέρ Μπουτς Κούλιτζ (Μπρους Γουίλις), να χάσει σε αγώνα που είναι να δώσει και τον πληρώνει γι’ αυτό. Τελικά όμως δεν τηρείται η συμφωνία και ο μποξέρ σχεδιάζει να φύγει από την πόλη. Αναγκάζεται όμως να γυρίσει μια τελευταία φορά στο διαμέρισμά του για να πάρει μαζί το ρολόι του πατέρα του, γνωρίζοντας ότι πιθανώς θα τον περιμένουν εκεί οι εκτελεστές του Γουάλας .

06 Ο Σημαδεμένος / Scarface: Shame of a Nation 1932

Το pre-code αριστούργημα του Howard Hawks που αποτελεί το αρχετυπικό σημείο αναφοράς για όλες τις ταινίες που ασχολήθηκαν με τους gangsters και το πρώτο κύμα της Μαφίας.

Οι συγκυρίες των αρχών της δεκαετίας του 1930, αύξηση εγκληματικότητας, οικονομική κρίση, ποτοαπαγόρευση, δημιούργησαν ένα ιδανικό σκηνικό για την πρώτη εμφάνιση των ταινιών gangster. Το είδος στηρίχθηκε αρχικά στο Little Caesar (1931) του Mervyn LeRoy και στο The Public Enemy (1931) του William A. Wellman. Η ταινία όμως που όρισε το είδος και έθεσε αρκετούς από τους κανόνες που ακολουθήθηκαν ακόμα και πολλές δεκαετίες αργότερα ήταν το Scarface (Ο Σημαδεμένος) των Howard Hawks και Richard Rosson του 1932. Εκτός από βασική πηγή για το ομώνυμο remake του Brian De Palma, που έγινε 50 χρόνια αργότερα, Ο Σημαδεμένος ήταν και ένα από τα πρώτα “θαμμένα” blockbusters του Hollywood, αφού μετά την αρχική του κυκλοφορία, σχεδόν αποσύρθηκε και επανεμφανίστηκε στα τέλη του 1970.

Η ταινία διαδραματίζεται στο Σικάγο των αρχών του 1930. Ο Tony Camonte (Paul Muni) γνωστός και ως Scarface, από ένα Χ στο πρόσωπό του, είναι ένας νεαρός Ιταλοαμερικανός gangster με υψηλές φιλοδοξίες. Στόχος του είναι να ελέγξει την διακίνηση μπύρας σε όλα τα μπαρ του νότιου τμήματος της πόλης. Για αυτό τον λόγο εξοντώνει το αφεντικό του και συμπράττει με τον νέο αρχηγό της περιοχής, Johnny Lovo (Osgood Perkins). Ο Tony δεν θα μείνει ικανοποιημένος αν δεν καταφέρει να φτάσει και στο βόρειο τμήμα που ελέγχεται από τους Ιρλανδούς του O’Hara. Ο ίδιος ζει με την μητέρα του και την μικρή του αδερφή Cesca (Ann Dvorak). Η στάση του Tony θα αλλάξει όταν γνωρίσει την ερωμένη του νέου αρχηγού, την Poppy (Karen Morley). 

Το σενάριο είναι μια διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Armitage Trail στο οποίο έμμεσα παρουσίαζε την πορεία προς την κορυφή του Al Capone, που άλλωστε είχε και το ίδιο προσωνύμιο, Σημαδεμένος. Η παραγωγή ανήκει στον Hawks αλλά και στον γνωστό για τις ταινίες με μεγάλο budget, παραγωγό Howard Hughes. Σε αντίθεση με τις gangster ταινίες που προηγήθηκαν, Ο Σημαδεμένος αντιμετώπισε πιο έντονες αντιδράσεις από τις επιτροπές λογοκρισίας ορισμένων πολιτειών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η πρεμιέρα της ταινίας, να προστεθεί η επεξήγηση στον τίτλο και στην αρχή μία σειρά προπαγανδιστικών καρτών που εξηγούσαν τα αρνητικά της βίας και τον ρόλο της πολιτείας, των πολιτικών και των πολιτών στην καταπολέμησή της. Για να ικανοποιήσει την επιτροπή της Νέας Υόρκης ο Hughes αναγκάστηκε να γυρίσει ένα διαφορετικό φινάλε που ήταν σαφώς πιο κοντά στην ηθική αν και τελικά και αυτό απορρίφθηκε. Η ταινία τελικά βγήκε σε περιορισμένη διανομή και σε όσες πολιτείες δεν είχαν λογοκρισία.

Έχουν περάσει 80 χρόνια από την εποχή του Σημαδεμένου αλλά πάντα θα είναι το αρχετυπικό σημείο αναφοράς για όλες τις ταινίες που θέλουν να ασχοληθούν με το πρώτο κύμα της Μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Σημαδεμένος φαντάζει περισσότερο ως ένα ανάγλυφο πορτραίτο της ανόδου και της πτώσης ενός μεγάλου gangster παρά ταινία κατάκρισης. Είναι μία καθαρή ταινία δράσης.

05 Μπόνι και Κλάιντ / Bonnie and Clyde 1967

Η ταινία Μπόνι και Κλάιντ (αγγλ. Bonnie and Clyde), είναι βιογραφική αστυνομική ταινία παραγωγής 1967 σε σκηνοθεσία Άρθουρ Πεν. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Γουόρεν Μπίτι και Φέι Ντάναγουεϊ που υποδύονται το ζευγάρι των εγκληματιών Μπόνι και Κλάιντ και πλαισιώνονται από τους Τζιν Χάκμαν, Εστέλ Πάρσονς, Μάικλ Τζ. Πολάρντ, Ντένβερ Πάιλ, Νταμπ Τέιλορ, Τζιν Γουάιλντερ και Έβανς Έβανς. Το σενάριο της ταινίας έγραψαν οι Ντέιβιντ Νιούμαν και Ρόμπερτ Μπέντον, ενώ οι Ρόμπερτ Τάουνι και Γουόρεν Μπίτι συνεισέφεραν κι εκείνοι στη δημιουργία του. Το soundtrack δημιουργήθηκε από τον Charles Strouse.

Η ταινία θεωρείται ως ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους στην ιστορία του κινηματογράφου, εφόσον σηματοδότησε αλλαγή όσον αφορά το ύφος των χολιγουντιανών ταινιών σπάζοντας κινηματογραφικά ταμπού και είχε απήχηση στη νέα γενιά. Για ορισμένα μέλη της αντικουλτούρας, η ταινία θεωρήθηκε ως ένα «σύνθημα». Η επιτυχία της είχε αποτέλεσμα την έναρξη μιας νέας εποχής για το Χόλιγουντ, καθώς παρακίνησε κι άλλους σκηνοθέτες της περιόδου να καταπιαστούν, μέσω των ταινιών τους, με θέματα όπως το σεξ και η βία. Η ταινία φημίζεται επίσης για τη σεκάνς του τέλους της, η οποία χαρακτηρίζεται ως μια από τις πιο αιματηρές στην ιστορία του κινηματογράφου.

Η ταινία έλαβε δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, λαμβάνοντας τελικά δυο[4], ενώ το 1992 επελέγη να φυλαχθεί για διατήρηση στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, με αιτιολόγηση πως είναι πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική[5]. Επίσης το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 27η θέση στη λίστα με τα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Πλοκή
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1929 ο Κλάιντ Μπάροου (Γουόρεν Μπίτι) γνωρίζεται με την Μπόνι Πάρκερ (Φέι Ντάναγουεϊ), όταν εκείνος προσπαθεί να κλέψει το αυτοκίνητο της μητέρας της. Η Μπόνι που έχει βαρεθεί να εργάζεται ως σερβιτόρα αποφασίζει να ακολουθήσει τον Κλάιντ και να γίνει παρτενέρ του στο έγκλημα. Οι πρώτες και ερασιτεχνικές απόπειρες του ζευγαριού παρά το γεγονός στέφονται με επιτυχία δεν είναι ιδιαίτερα επικερδείς.

Η καριέρα τους στον κόσμο της παρανομίας αρχίζει να απογειώνεται όταν το ζευγάρι συμπράττει με τον Σ.Γ. Μος (Μάικλ Τζ. Πολάρντ) που συναντούν σε ένα πρατήριο βενζίνης, καθώς και με τον αδελφό του Κλάιντ, Μπακ (Τζιν Χάκμαν) και με τη σύζυγό του Μπλανς (Εστέλ Πάρσονς) κόρη ιεροκήρυκα. Οι πέντε τους δημιουργούν τη σπείρα των Μπόνι και Κλάιντ που σύντομα γίνεται διαβόητη για τη δράση της στην αμερικανική ύπαιθρο. Οι ληστείες τους γίνονται κάθε φορά όλο και πιο αιματηρές και τα μέλη της σπείρας (εκτός του Σ.Γ. Μος) καταζητούνται από τις αρχές. Η Μπόνι και ο Κλάιντ μετακινούνται από Πολιτεία σε Πολιτεία των Η.Π.Α. προκειμένου να ξεφύγουν από τις αρχές όταν κάποια στιγμή η αστυνομία τους στήνει ενέδρα και από τη συμπλοκή που ακολουθεί σκοτώνεται ο Μπακ και η Μπλανς που έχει τυφλωθεί φυλακίζεται.

Η Μπόνι και ο Κλάιντ που έχουν τραυματιστεί καταφεύγουν στο πατρικό του Σ.Γ. Μος, όπου ο πατέρας του Ίβαν (Νταμπ Τέιλορ) τους προδίδει βοηθώντας τις αρχές να τους παγιδεύσουν κι έπειτα να τους σκοτώσουν.

Η ταινία ήταν μια από τις πρώτες ταινίες στην οποία χρησιμοποιήθηκαν εκρηκτικοί μηχανισμοί και σάκοι με ψεύτικο αίμα που τοποθετούνταν πίσω από τα ρούχα των πρωταγωνιστών προκειμένου να υπάρχει ρεαλισμός σε σκηνές στις οποίες λαμβάνουν χώρα πυροβολισμοί. Μέχρι τότε οι πυροβολισμοί παρουσιάζονταν αναίμακτοι και ανώδυνοι στις χολιγουντιανές ταινίες και η σκηνή του θανάτου των εγκληματιών στην ταινία αποτελεί μια από τις πρώτες ρεαλιστικές σκηνές πυροβολισμού σε εμπορική ταινία.

04 Ο Μεγάλος Αμαρτωλός / White Heat 1949

Κορυφαία γκανγκστερική ταινία, από τις καλύτερες ταινίες του Γουόλς, ενός εκ των σπουδαιότερων αφηγητών κινηματογραφικών ιστοριών του Χόλιγουντ, που ανέδειξε τις υποκριτικές ικανότητες του Τζέιμς Κάγκνεϊ , στο ρόλο ενός ψυχοπαθούς γκάνγκστερ και ληστή τρένων (του Κόνι Τζάρετ), που τα έχει όλα: παράνοια, επιληψία, μεγαλομανία, τάσεις αυτοκαταστροφής και οιδιπόδειο σύμπλεγμα (σκαρφαλώνει στα πόδια της μητέρας του όταν τον πιάνουν οι ημικρανίες).
Σπρωγμένος στο έγκλημα από μια δαιμονική μητέρα, την οποία λατρεύει παθολογικά, προδομένος από τη γυναίκα του και το μόνο άνθρωπο που πίστευε για φίλο του, ο Τζάρετ…Director: Raoul Walsh

Ήταν πάνω από μία δεκαετία από τότε που ο κινηματογράφος είχε δείξει τους πραγματικούς γκάνγκστερ. Η επιβολή του Κώδικα Παραγωγής, το 1934, κατάφερε να ταλαιπωρήσει πολλούς κινηματογραφιστές, ενώ τίποτε που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντεθνικό, όπως το έγκλημα, δεν επιτράπηκε στις αμερικάνικες οθόνες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όλο και περισσότερο το εύπορο κοινό δεν ήθελε να γίνεται υπενθύμιση της εποχής της απαγόρευσης και, κατά συνέπεια, η ίδια η φύση των ταινιών του εγκλήματος άλλαξε. Έτσι ο James Cagney είχε αποφασίσει να σπάσει αυτή την τάση και επέστρεψε στις γκανγκστερικές ταινίες στα μέσα της δεκαετίας, του 1949. Συνυπέγραψε με τη Warner Brothers και αποφάσισε να μιλήσει με το Raoul Walsh για την ταινία «White heat».
O Walsh ήθελε να βγάλει τον Cagney από τα οικεία στοιχεία του και να κάνει μία νέα εκδοχή του γουέστερν, παρά μία ταινία παλαιομοδίτικη. Οι σεναριογράφοι Ivan Goff και Ben Roberts ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ψυχολογία των ψυχωτικών. Έτσι, προσπάθησαν να απεικονίσουν τον Cody Jarrett ως μεγαλομανή καταδικασμένο από τις δικές του αποτυχίες.
Η έμπνευση για την ιστορία τους ήταν η Ma Barker, απαλλαγμένη απ’τη βίαιη μοχθηρία των τεσσάρων γιων της. Μέσα σ’αυτό το σύμπλεγμα έπαιζε το οιδιπόδειο, η πνευματική καθυστέρηση του ενός απ’αυτούς, περισσότερο είχαμε να κάνουμε μ’ένα θύμα της «μοίρας». Η βία είναι ζωντανή, αναφέρεται σ’αυτό που υπήρχε στην αμερικάνικη κοινωνία, στις περισσότερες οικογένειες, όπως και σ’αυτή του πρωταγωνιστή.

Ο θεατής την εισπράττει με τέτοιο τρόπο που μερικές φορές δεν αντέχει, όπως ο Cagney δεν άντεξε να δει την ταινία. Γροθιά στο στομάχι μιας κοινωνίας που νοσούσε, αλλά δεν ήθελε να δει την πληγή της, πολύ περισσότερο να τη θεραπεύσει.

03 Ο Νονός 2 / The Godfather, Part II 1974

O Νονός II (αγγλ. The Godfather Part II) είναι μια αμερικανική γκανγκστερική ταινία που κυκλοφόρησε το 1974, στην οποία ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ήταν παραγωγός, σκηνοθέτης, και συν-σεναριογράφος, μαζί με τον Μάριο Πούζο, με πρωταγωνιστές τον Αλ Πατσίνο, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Ντάιαν Κίτον και Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Είναι βασισμένη εν μέρει στο βιβλίο του Πούτζο Ο Νονός, που κυκλοφόρησε το 1969. Η ταινία εξυπηρετεί ταυτόχρονα τον ρόλο sequel και prequel μαζί, παρουσιάζοντας δύο παράλληλες ιστορίες. Η κύρια ιστορία, συνεχίζοντας τα γεγονότα της πρώτης ταινίας, επικεντρώνεται στον Μάικλ Κορλεόνε (Πατσίνο), τον νέο Δον της μαφιόζικης φαμίλιας των Κορλεόνε, ο οποίος προσπαθεί να κρατήσει ενωμένες τις επαγγελματικές δραστηριότητες του από το 1958 ως το 1959· η άλλη είναι μια σειρά από flashback που εξιστορούν την πορεία του πατέρα του, Βίτο Κορλεόνε, (Ντε Νίρο), από τα παιδικά του χρόνια στην Σικελία το 1901 ως την δημιουργία της φαμίλιας των Κορλεόνε στην Νέα Υόρκη.

Η ταινία κυκλοφόρησε το 1974, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές, με κάποιους να υποστηρίζουν πως ήταν καλύτερη ακόμα και από την πρώτη ταινία. Προτάθηκε με 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, και ήταν το πρώτο sequel που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Από τα έξι όσκαρ που κέρδισε περιλαμβάνονται αυτό της καλύτερης σκηνοθεσίας για τον Κόπολα, Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Ντε Νίρο και καλύτερου προσαρμοσμένου σεναρίου για τον Πούτζο. Ο Πατσίνο κέρδισε το βραβείο BAFTA για τον Καλύτερο Ηθοποιό και κέρδισε υποψηφιότητα Όσκαρ στην ίδια κατηγορία.

Όπως και ο προκάτοχος του, το sequel έχει αφήσει τεράστια επιρροή στις γκανγκστερικές ταινίες. Το 1997 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 32η θέση στη λίστα με τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών και κράτησε αυτή τη θέση στην αναθεώρηση που έγινε 10 χρόνια αργότερα. Επιλέχθηκε να φυλαχθεί για διατήρηση στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου το 1993, με αιτιολόγηση πως είναι “πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική”.

02 Τα Καλά Παιδιά /  Goodfellas 1990

Τα Καλά Παιδιά (πρωτότυπος τίτλος: Goodfellas) είναι αμερικανική βιογραφική αστυνομική ταινία του 1990, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορτσέζε. Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Σκορτσέζε, σε συνεργασία με τον Νίκολας Πιλέγκι, το οποίο βασίστηκε σε βιβλίο του τελευταίου, το Wiseguy. Πρωταγωνιστούν οι Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζο Πέσι και Ρέι Λιότα. Η ταινία εξιστορεί την άνοδο και την πτώση της μαφίας, στην οποία συμμετείχε ο Χένρι Χιλ.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 9 Σεπτεμβρίου 1990, στο Φεστιβάλ Βενετίας, ενώ τον ίδιο μήνα κυκλοφόρησε και στις ΗΠΑ. Η ταινία έλαβε καλές κριτικές ως επί το πλείστον. Με συνολικό μπάτζετ 25 εκατομμύρια δολάρια, η ταινία κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 46 εκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ. Υπήρξε υποψήφια για έξι βραβεία Όσκαρ: Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, μεταξύ, κερδίζοντας τελικά ένα Β’ Ανδρικού Ρόλου, για την ερμηνεία του Πέσι. Μεγαλύτερη επιτυχία είχε στα BAFTA, όπου κέρδισε σε έξι κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και οι αντίστοιχες με τις προαναφερθείσες.

Το Goodfellas θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ταινίες στο είδος των αστυνομικών ταινιών (crime film). To 2000 επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και εισήλθε στο National Film Registry ως «πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική». Το θέμα και το ύφος της ταινίας έχει επηρεάσει πολλές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Ο Σκορτσέζε, μετά από αυτήν την ταινία κυκλοφόρησε άλλες δύο που είχαν σχέση με το οργανωμένο έγκλημα: Casino (1995) και Ο Πληροφοριοδότης (2006).

Σύνοψη
Η ταινία εξιστορεί την άνοδο και την πτώση τριών νεαρών συνεργατών της μαφίας, του Χένρι Χιλ, του Τζίμι Κόνγουει και του Τόμι Ντε Βίτο. Η ιστορία είναι βασισμένη στην πραγματική ιστορία του Χένρι Χιλ, ενός συνεργάτη της Εγκληματικής Οικογένειας Λουκέζε, που αργότερα έγινε πληροφοριοδότης κατά της Μαφίας.

01 Ο Νονός / The Godfather 1972

Ο Νονός είναι μία ταινία του 1972 και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Μάριο Πούζο. Σκηνοθέτης ήταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και πρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο και τον Αλ Πατσίνο. Η ταινία θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Τον Μάρτιο του 2010 στη σελίδα Internet Movie Database1 έχει βαθμολογηθεί από τους χρήστες της με 9,2, βαθμό με τον οποίο κατέχει την δεύτερη θέση. Από την ταινία επίσης έχει μείνει η φράση που είχε πει ο Δον «I’m going to make him an offer he can’t refuse» (Θα του κάνω μια προσφορά την οποία δεν μπορεί να αρνηθεί), η οποία και ψηφίστηκε ως η δεύτερη πιο αξιομνημόνευτη φράση στην ιστορία του κινηματογράφου.

Το 1990 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Πλοκή
Η υπόθεση (της πρώτης ταινίας, καθώς ακολούθησαν άλλες δύο) εκτυλίσσεται στην Αμερική κι ένα μικρό τμήμα της στην Σικελία. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1945, στο σπίτι της φαμίλιας των Κορλεόνε, μιας Ιταλο-Αμερικάνικης οικογένειας μαφιόζων της Νέας Υόρκης, ο Δον Βίτο Κορλεόνε (Μάρλον Μπράντο) παντρεύει την κόρη του. Όλοι είναι παρόντες και ανάμεσά τους οι τρεις γιοι του: ο θερμόαιμος Σαντίνο, ο αγαθός και ήπιος Φρέντο και ο Μάικλ (Αλ Πατσίνο), που μόλις έχει αποφοιτήσει από τις σπουδές του, έχει παρασημοφορεί στον πόλεμο και ετοιμάζεται για την νέα του ζωή με την κοπέλα του Κέι Άνταμς (Νταϊάν Κίτον). Ταυτόχρονα, ο Δον διεκπεραιώνει στο γραφείο του τα αιτήματα «φίλων» του και γενικά τις υπόγειες υποθέσεις του στον υπόκοσμο. Έχουν περάσει περίπου δέκα χρόνια, κατά τα οποία το καθεστώς ανάμεσα στις πέντε φαμίλιες του υποκόσμου, που ελέγχουν την πολιτική, την δικαιοσύνη, τον τζόγο και άλλες δραστηριότητες έχει παγιωθεί. Ο άλλοτε πανίσχυρος Δον θεωρείται πως έχει «σκουριάσει», μια και αρνείται την εμπλοκή του στο εμπόριο ναρκωτικών, κάτι που οι άλλες φαμίλιες βρίσκουν εξαιρετικά προσοδοφόρο.

Παρακολουθούμε λοιπόν τις διεκπεραιώσεις των διάφορων αιτημάτων-ανάμεσά τους και εκείνο του ηθοποιού Τζόνυ Φοντέιν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία του Τζακ Γουόλτζ. Ο τελευταίος τολμά ν’ αρνηθεί την χάρη αυτή στον Δον και βρίσκει στο κρεβάτι του το επόμενο πρωί το κεφάλι του αγαπημένου του αλόγου- μια αξιομνημόνευτη σκηνή που ξεσήκωσε θύελλες. Όπως είναι φυσικό, οι διαρκείς αντιπαραθέσεις φουντώνουν τον πόλεμο ανάμεσα στις φατρίες με αποκορύφωμα την απόπειρα δολοφονίας του Δον. Ο τελευταίος καταφέρνει να επιβιώσει, αλλά αδύναμος. Είναι η στιγμή που ο μικρός γιος, ο Μάικλ, εκτελεί τον υπαίτιο διεφθαρμένο αστυνομικό και τον συνεργό του κάνοντας έτσι την αποφασιστική στροφή στην πορεία του διεισδύοντας για τα καλά στον σκοτεινό κόσμο της Μαφίας. Για λίγο καταφεύγει σ’ ένα μικρό χωριό της Σικελίας , όπου συναντά και ερωτεύεται την Απολλωνία Βιτέλλι (Σιμονέτα Στεφανέλλι), την όμορφη νεαρή κόρη του ιδιοκτήτη ενός καπηλειού και την παντρεύεται. Η ευτυχία του τερματίζεται γρήγορα και απότομα μια και οι εχθροί του παγιδεύουν το αυτοκίνητό του και η γυναίκα ανατινάζεται μπροστά στα μάτια του.

Ο Μάικλ επιστρέφει κοντά στον άρρωστο πατέρα στην Αμερική αποφασισμένος να αναλάβει τα ηνία, αφού πληροφορείται και την δεύτερη απώλεια, την εκτέλεση του αδερφού του Σαντίνο από τις αντίπαλες φαμίλιες. Στην Νέα Υόρκη λοιπόν ξαναφτιάχνει την ζωή του, καθώς κάνει οικογένεια με την πρώτη του κοπέλα, χωρίς ωστόσο αυτό να αναχαιτίσει την ανερχόμενη δράση του στον υπόκοσμο. Τελικά, ο Δον καταρρακωμένος αφήνει την τελευταία του πνοή παίζοντας στον κήπο με τον εγγονό του, ενώ ο Μάικλ αναλαμβάνει να βαφτίσει τον ανιψιό του, γνωρίζοντας την ανάμειξη του γαμπρού του στην δολοφονία του αδερφού του. Λίγο αργότερα, προχωρά στην εκτέλεση όλων των ενόχων, καθώς και των αρχηγών των πέντε μεγάλων οικογενειών του υποκόσμου και καθιερώνεται πλέον ο ίδιος αρχηγός όλων, ο νέος στυγνός πανίσχυρος Νονός στην θέση του Δον Βίτο

Επισημάνσεις με ενδιαφέρον. 

Πέρα από τις αξιομνημόνευτες ερμηνείες των δύο κυρίως ηρώων, μπορούμε να κάνουμε μερικές επισημάνσεις σ’ αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα:

Ο Δον Βίτο Κορλεόνε όσο σκληρός είναι με τους αντιπάλους του, τόσο τρυφερός μπορεί να γίνει με ένα ζώο ή την οικογένειά του. Η ταινία ανοίγει με την σκηνή του Δον να κάθεται στην μεγαλοπρεπή καρέκλα του κανονίζοντας εκτελέσεις, ενώ στην αγκαλιά του κρατά και χαϊδεύει μια γάτα (αυτοσχεδιασμός του Μάρλον Μπράντο). Αργότερα, όταν παραδίδει νεκρό το σώμα του γιου του Σαντίνο στον νεκροθάφτη, ζητώντας του ως ανταπόδοση σε μια παλιά χάρη να το περιποιηθεί για να μην το δει έτσι τρυπημένο από τις σφαίρες η γυναίκα του, η φωνή του «σπάζει» λέγοντας: “Look how they massacred my boy…”. Ακόμα και ο θάνατος τον βρίσκει να τρέχει ανάμεσα στις τριανταφυλλιές παίζοντας κυνηγητό με τον εγγονό του.
Η σκηνή με το κομμένο κεφάλι του αλόγου μέσα στα σκεπάσματα του Τζακ Ουόλτζ, όπως προαναφέρθηκε, ήταν άκρως ρεαλιστική, καθώς το κεφάλι ήταν αληθινό, προερχόμενο από ένα σφαγείο αλόγων. Το ίδιο έντονη είναι η σκηνή της δολοφονίας της νεαρής Απολλώνιας, εξαιτίας της έκρηξης στο αυτοκίνητο, αλλά και η εκτέλεση του Λούκα Μπράτσι, στενού συνεργάτη του Κορλεόνε. Το τελευταίο γνωστοποιήθηκε στον Δον με την αποστολή του αλεξίσφαιρου γιλέκου του Λούκα και δυο ψάρια τυλιγμένα μέσα του (“It’s a Sicilian message. It means Luca Brasi sleeps with the fishes”).
Οι ατάκες της ταινίας έχουν μείνει στην κινηματογραφική ιστορία, ενώ δεν λείπει και το χιούμορ. “Leave the gun. Take the cannoli”, λέγεται, καθώς οι άνθρωποί του πρέπει να περνούν απαραίτητα χρόνο με την οικογένειά τους. Επίσης μνημειώδης είναι η ατάκα “I am going to make him an offer he can’t refuse” του Δον προς τον σκηνοθέτη, που αρνήθηκε με το κόστος του αλόγου του.
Κορυφαία είναι η σκηνή της βάφτισης στο τέλος, κατά την οποία ο Μάικλ μυρώνει το βρέφος και δηλώνει πως «αποτάσσεται τον Σατανά», ενώ παράλληλα παίζουν τα πλάνα των αιματηρών εκτελέσεων που έκανε αμέσως μετά, ανάμεσά τους και ο πατέρας του βαπτιζόμενου παιδιού.
Η ταινία ακολουθεί το κυκλικό σχήμα: ανοίγει με τους «φίλους» να ασπάζονται το χέρι του Νονού τους, του Δον, ως ένδειξη απόλυτης αφοσίωσης και υποταγής και κλείνει με την ίδια ακριβώς σκηνή, μόνο που στην θέση του Δον υπάρχει ο νέος Νονός, ο Μάικλ.
Παρότι μιλάμε για την μαφία, πουθενά δεν απαντάμε τον όρο, ούτε άλλους συναφείς (cosa nostra,κλπ) μια και προκειμένου να γυριστεί η ταινία υπήρξε διαπραγμάτευση με την αληθινή μαφία! Ένας από τους όρους ήταν και αυτός, η μη αναφορά τέτοιων χαρακτηριστικών εκφράσεων.

ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ