Τζένη Καρέζη, Σταύρος Ξαρχάκος, Λευτέρης Παπαδόπουλος
ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Τζένη Καρέζη
LP, Album ” Κόκκινα Φανάρια ” 1963
ΣΤΙΧΟΙ: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Σου ‘φερα νερό στις χούφτες
για να πιεις να ξεδιψάσεις
που ν’ τ’ αχείλι σου πικρό.
Κι ως ξεδίψασε η καρδιά σου
βιάστηκες να προσπεράσεις
τόση πίκρα, τόση δίψα, τόσος πόνος
κι ούτε ένα ευχαριστώ.
Σου ‘φερα ψωμί και μέλι
κι ένα καθαρό σεντόνι
και το χτύπο απ’ την καρδιά.
Και δε μου ‘δωσες το χέρι
κι έχεις φύγει χελιδόνι
τόση πίκρα, τόση δίψα, τόση αγάπη
και μια θάλασσα ερημιά.
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ
LP, Album ” Κόκκινα Φανάρια ” 1963
Η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου που πλαισιώνει τις σκηνές της ταινίας είναι υπέροχη και διαχρονική. Το ίδιο υπέροχα και διαχρονικά είναι και τα τραγούδια που ακούγονται από τους Γρηγόρη Μπιθικώτση στα τραγούδια “Στα Χέρια Σου Μεγάλωσα” και “Άπονη ζωή”, Κατερίνα Χέλμη ” Κόκκινα φανάρια” . Επίσης πανέμορφο και το τραγούδι “Κι ούτε ένα ευχαριστώ” που ερμηνεύει με συγκινητικό τρόπο η Τζένη Καρέζη. Τους στίχους των τραγουδιών έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Στο φιλμ, εμφανίζεται ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης να τραγουδάει την Άπονη Ζωή. Σημαντική η συμβολή και του Γιώργου Ζαμπέτα, που στις σκηνές του γλεντιού μεταφέρει το μοναδικό κέφι του.
Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ
Τα κόκκινα φανάρια είναι μια αισθηματική κοινωνική δραματική ταινία ελληνικής παραγωγής του 1963, σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Αλέκου Γαλανού, βασισμένο στο θεατρικό έργο «Το σπίτι με τα κόκκινα φανάρια» του Γαλανού. Πρωταγωνιστούν οι Τζένη Καρέζη, Γιώργος Φούντας, Μαίρη Χρονοπούλου, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάνος Κατράκης και Φαίδων Γεωργίτσης.
Το σενάριο βασίζεται στο θεατρικό έργο Το σπίτι με τα κόκκινα φώτα του Αλέκου Γαλανού που είχε ανέβει ένα χρόνο πριν στο θέατρο Πορεία. Ο ίδιος ο Γαλανός έγραψε την διασκευή για την ταινία, σε συνεργασία με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τον Γεωργιάδη.
Πλοκή
Επτά γυναίκες, εφτά ιστορίες. Η Ελένη (Τζένη Καρέζη), μια κοπέλα που μεγάλωσε στις όχθες του Δούναβη και σπούδασε γλυπτική στο Βουκουρέστι, αλλά ο πόλεμος την έφερε στην Ελλάδα. Η «πριγκιπέσα», όπως την αποκαλούν, που συναντά κρυφά έναν νεαρό φοιτητή, τον Πέτρο (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), ο οποίος δεν γνωρίζει τη ζωή που κάνει. Η Ελένη είναι έρμαιο στα χέρια του Μιχαήλου (Γιώργος Φούντας), του αδυσώπητου πατρώνου της, που απειλεί να τα πει όλα αν εκείνη δεν υποκύψει στις επιθυμίες του.
Η Μαίρη (Μαίρη Χρονοπούλου), που ερωτεύεται παράφορα τον Άγγελο (Φαίδων Γεωργίτσης), ένα ξανθό αγόρι το οποίο μαζί της γνώρισε για πρώτη φορά τον έρωτα.
Η Μαρίνα (Κατερίνα Χέλμη), παράφορα ερωτευμένη με έναν σωματέμπορο, τον Ντόρη (Κώστας Κούρτης), εξαρτά όλη της την ύπαρξη απ’ αυτόν.
Η Άννα (Αλεξάνδρα Λαδικού) που κρατάει καλά φυλαγμένο το μεγάλο μυστικό της, την ύπαρξη ενός παιδιού, το οποίο εκείνη σπουδάζει κρυφά και αγαπά τον επί χρόνια πελάτη της καπετάν Νικόλα (Μάνος Κατράκης).
Η Μυρσίνη (Ελένη Ανουσάκη), μια νεόκοπη ιερόδουλη, η μόνη που βλέπει τις αλλαγές που έρχονται.
Η μαντάμ Παρί (Δέσπω Διαμαντίδου), η μεγαλύτερη σε ηλικία, είναι η “μάνατζερ” των κοριτσιών και ερωτευμένη με τον Μιχαήλο.
Η Κατερίνα (Ηρώ Κυριακάκη), η καθαρίστρια του σπιτιού, είναι μια ταλαιπωρημένη και μεσόκοπη γυναίκα, που περιμένει τον γέρο άντρα της (Νότης Περγιάλης) να βγει από το άσυλο και ονειρεύεται να φύγουν και να ζήσουν ειρηνικά στην παράγκα τους.
Τα κορίτσια ζουν και εργάζονται στο “σπίτι” με τα κόκκινα φανάρια της μαντάμ Παρί, που βρίσκεται στην Τρούμπα του Πειραιά και ονομάζεται Phryne’s Bar. Λίγο αργότερα έρχονται τα πάνω κάτω. Κλείνουν με διαταγή όλα τα σπίτια της Τρούμπας και τα κορίτσια αναγκάζονται να φύγουν. Ο Πέτρος μαθαίνει τα πάντα για την Ελένη και γίνεται έξαλλος. Ο Άγγελος αποφασίζει να χωρίσει με τη Μαίρη για χάρη της οικογένειάς του και για να αποφύγει την κοινωνική κατακραυγή, ενώ η Μαίρη καταρρακώνεται. Η Άννα δέχεται την πρόταση γάμου του ναυτικού, αλλά εκείνος πεθαίνει σε ναυάγιο λίγο πριν από τον γάμο. Η Μυρσίνη σηκώνει κεφάλι και κάνει πρόταση στα υπόλοιπα κορίτσια να συνεργαστούν μαζί της. Ο Ντόρης εγκαταλείπει την Μαρίνα και εκείνη γίνεται ράκος. Ο Μιχαήλος ζητάει συγγνώμη από την Ελένη και της προσφέρει βοήθεια.
Το τέλος βρίσκει τους ήρωες χωριστά και σκορπισμενους. Η Άννα σταματάει τη δουλειά και μένει με το παιδί της. Η Μαρίνα και η Μαίρη φεύγουν για νέο σπίτι με αρχηγό την Μυρσίνη. Η Κατερίνα πραγματοποιεί τα σχέδιά της και φεύγει με τον άντρα της για την παράγκα τους. Η μαντάμ Παρί μένει πίσω πληγωμένη και μόνη, ενώ η Ελένη τα ξαναβρίσκει με τον Πέτρο και φεύγουν μαζί.
Η ταινία προβλήθηκε τη σαιζόν 1963-1964 και έκοψε 473.686 εισιτήρια. Τα Κόκκινα Φανάρια κατέλαβαν την 3η θέση σε 92 ταινίες Το 1964 ήταν υποψήφια για βραβείο Όσκαρ, στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.Το Όσκαρ κέρδισε η ταινία του Φελίνι 8½. Επίσης, προτάθηκε να διαγωνιστεί για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Από κριτική στο ιστολόγιο “Τα αριστουργήματα της 7ης τέχνης”:
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης, αφηγείται με μοναδικό τρόπο την ιστορία του και καταφέρνει να ξεναγήσει τον θεατή μέσα σε έναν οίκο ανοχής της εποχής εκείνης, μεταφέροντας μια χυδαία και αποκρουστική πραγματικότητα, αρκούμενος μόνο σε υπαινιγμούς, αποφεύγοντας την απεικόνιση ρεαλιστικών εικόνων. Ο ρομαντισμός και το συγκρατημένο μελό είναι τα στοιχεία που επικρατούν στην ταινία καθώς η ευτυχία και το δράμα των ηρώων εναλλάσσονται σε ένα εκπληκτικό ντεκόρ, με μια ατμόσφαιρα απέριττη και σκληρά φωτισμένη. Η ιστορία εξελίσσεται με ομαλό τρόπο αφήγησης και ο σκηνοθέτης κατορθώνει με δεξιοτεχνία να οδηγήσει τον θεατή σε ένα τέλος το οποίο ενώ τακτοποιεί κάποια ζητήματα, δεν του προσφέρει πλήρη κάθαρση. Επίσης τα εκπληκτικά σκηνικά του Πέτρου Καπουραλη αποτελούν ένα σημαντικό επίτευγμα για την εποχή, με το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, να έχει γυριστεί σε στούντιο.
Η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου που πλαισιώνει τις σκηνές της ταινίας είναι υπέροχη και διαχρονική. Το ίδιο υπέροχα και διαχρονικά είναι και τα τραγούδια που ακούγονται από τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και Γιώργο Ζαμπέτα. Επίσης πανέμορφο και το τραγούδι «Κι ούτε ένα ευχαριστώ» που ερμηνεύει με συγκινητικό τρόπο η Τζένη Καρέζη.
Λιγοστές οι εξωτερικές σκηνές αλλά καλογυρισμενες. Στην Καπνικαρέα με το ζευγάρι Καρέζη-Παπαμιχαήλ να περπατά και να χαίρεται τον έρωτα του και στο λιμάνι του Πειραιά με την Λαδικού να περιμένει τον καπετάνιο που ποτέ δεν επέστρεψε.Η ταινία έχει γυριστεί στα σοκάκια της Τρούμπας και συγκεκριμένα στην οδό Ναυάρχου Νοταρά. Η Νοταρά και η Φίλωνος ήταν οι κύριες οδοί που φιλοξενούσαν οίκους ανοχής και μπαρ εκείνη την εποχή.
Πηγές: el.wikipedia.org, www.discogs.com, www.imdb.com, www.filmboy.gr.
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ και ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ