ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ
ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ
Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης
Μουσική: Γιώργος Μητσάκης
Ερμηνεία: Μαρίκα Νίνου,
Φωνητικά: Γιώργος Μητσάκης, Γιάννης Τατασόπουλος
10″, 78 RPM “Το Γιωργάκη σου ξεχνάς / Βαλεντίνα” 1950
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΜΑΡΙΚΑ ΝΙΝΟΥ 1950
Φωνητικά: Γιώργος Μητσάκης, Γιάννης Τατασόπουλος
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, ΣΕΜΕΛΗ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΑΝΑΤΟΛΗ ΜΑΡΓΙΟΛΑ 2022
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ, ΑΣΠΑΣΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ,ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ στο μπουζούκι ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ στην εκπομπη της ΕΡΤ2 ” Η Αυλή των Χρωμάτων” 2022
ΣΤΙΧΟΙ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ
ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ
Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
μόρτικα κομμένα τα μαλλιά σου
σαν αγοροκοριτσο η μιλια σου
‘έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζαρεις
‘έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια
Βαλεντίνα Βαλεντίνα
Αχ Βαλεντίνα αχ βρε τσαχπίνα
είσαι μια μποέμισσα σπουδαία
κάνεις την πιο όμορφη παρέα
στα μπουζούκια σαν πηγαίνεις
και χασάπικο χορεύεις
ξετρελαίνεις την Αθήνα
κι όλοι οι μάγκες σ’ αγαπούνε ι
και παντού σε συζητούνε
Βαλεντίνα Βαλεντίνα
‘Έχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζαρεις
‘έγινες και σωφερίνα
κι όπως πας σε λίγα χρόνια Ι
θα φορέσεις παντελόνια
Βαλεντίνα Βαλεντίνα
10″, 78 RPM “Το Γιωργάκη σου ξεχνάς / Βαλεντίνα” 1950
ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Ποια ήταν η “τσαχπίνα Βαλεντίνα”, για την οποία έγραψε το διάσημο τραγούδι ο Γιώργος Μητσάκης. Πώς το τραγούδι αποδείχθηκε σύντομα προφητικό…Ο Μητσάκης εμπνεύστηκε το τραγούδι με αφορμή τη θεία του Βαλεντίνα, αδερφή του πατέρα του. Όταν γεννήθηκε ο Γιώργος Μητσάκης, το 1921, στην Κωνσταντινούπολη, απ΄ ότι του αφηγούνταν αργότερα οι δικοί του, το σπίτι τους γέμισε χαρά.
Ο πατέρας και η μάνα του έλαμπαν από ευτυχία. Πανευτυχής όμως ήταν και η θεία του η Βαλεντίνα η γεροντοκόρη, που έκανε λες και γέννησε εκείνη. Σε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, η αγάπη, η στοργή και η φροντίδα της για τον μικρό Γιώργο ήταν απίστευτη.
Ο Μητσάκης, πιτσιρικάς ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, έκανε όλο αταξίες και ζαβολιές, ενώ ένα από τα αγαπημένα του παιχνίδια ήταν να πετάει πέτρες στα τζάμια. Του άρεσε να ακούει το γυαλί να σπάει και να θρυμματίζεται. Ο πατέρας του τον κυνηγούσε για να τον δείρει και τότε επενέβαινε η νταρντάνα θεία του και φώναζε στον αδερφό της: « τι θέλεις μπρε, κατά λάθος το έσπασε το παιδί». Στην αυτοβιογραφία του ο Γιώργος Μητσάκης αναφέρει για τη θεία του: «Πάντα τη θυμάμαι με αγάπη τη θεία μου αυτή και όπως ήταν, έτσι σαν αγοροκοριτσο, σαν αγορο-γυναίκα, έγραψα τη Βαλεντίνα, για τη θεία, προσθέτοντας βέβαια και άλλα πράγματα στα λόγια. Κράτησα το όνομά της και το αγοροκόριτσο». Το τραγούδι του Μητσάκη, αμέσως μόλις κυκλοφόρησε χάλασε κόσμο, ενώ αποδείχθηκε προφητικό, αφού, σε λίγα χρόνια, οι γυναίκες άρχισαν να φορούν παντελόνια…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Γιώργος Μητσάκης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες. Τα τραγούδια του περνούν από γενιά σε γενιά, συντροφεύοντας τους ανθρώπους στον καημό, το γλέντι, το μεράκι. Ο Γ. Μητσάκης ο μόνος από τους μεγάλους λαϊκούς δημιουργούς που έγραφε ο ίδιος και τους στίχους των τραγουδιών του. Ήταν φτιαγμένος από το υλικό των αυθεντικών δημιουργών. Εκείνο, που ισορροπούν πάνω στις συναισθηματικές τους αντιφάσεις. Πίκρα και χαρά, πόνος και γιορτή έβγαιναν μαζί από το μπουζούκι του. Κοινός παρονομαστής οι αξεπέραστες μελωδίες του. Ο Γιώργος Μητσάκης κατατάσσεται στην ομάδα των μεγάλων δημιουργών: Τσιτσάνης, Χιώτης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, που πρωταγωνίστησαν στην μετεξέλιξη του ρεμπέτικου σε γνήσιο λαϊκό τραγούδι με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Μελωδός, ποιητής, οργανοπαίκτης και τραγουδιστής. Ο Γιώργος Μητσάκης δημιούργησε δικό του στυλ, δική του σχολή και υπηρέτησε πιστά και ειλικρινά την λαϊκή μουσική σκηνή από την πρώτη στιγμή που έπιασε το μπουζούκι στα χέρια του, στον Βόλο το 1935, ως τον θάνατό του, στις 17 Νοεμβρίου του 1993.
Στο βιβλίο του Πάνου Γεραμάνη «Η ζωή μου ένα τραγούδι» (εκδ. Καστανιώτης, 2007), Ο Γιώργος Μητσάκης θυμάται: Στις αφηγήσεις του ήταν πάντα πολύ παραστατικός και ακριβής: «Γεννήθηκα το 1924 στην Κωνσταντινούπολη. Με τα γεγονότα του ξεριζωμού, φύγαμε οικογενειακώς και ήρθαμε στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Πρώτα εγκατασταθήκαμε στην Καβάλα, μετά στην Θεσσαλονίκη και ύστερα στον Βόλο. Στην Μαγνησία πήγαμε γιατί είχαμε εκεί τον αδελφό της μάνας μου, αστυνομικό, ο οποίος βοήθησε να βγάλει ο πατέρας μου μεροκάματο, γιατί εκεί είχε ψαρότοπους».
Ο Γιώργος Μητσάκης είχε από μικρό παιδί μεγάλη αγάπη και μεράκι για το λαϊκό τραγούδι. Ήταν απόλυτη η αφοσίωσή του στα ακούσματα αυτά από τότε που ξεκινούσε: «Το λαϊκό τραγούδι είναι η αλήθεια της ζωής. Δεν μιλάει για τα γεγονότα, απλώς τα καταγράφει. Οι στερήσεις μού δημιούργησαν τέτοια ψυχοσύνθεση, που ένιωσα την ανάγκη να εκφραστώ και βρήκα τρόπο έκφρασης το λαϊκό τραγούδι».
«Σε ηλικία δεκαπέντε ετών βρισκόμουν στην Θεσσαλονίκη, στο ουζερί του Καφαντάρη, όπου έπαιζε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Μαζί του ήταν η Έλλη Καρίβαλη, ο Μπάτης και ο Στέλιος Κερομύτης. Εγώ πιτσιρίκος πήγαινα κάθε βράδυ και παρακολουθούσα έξω από τον φράχτη του κέντρου. Ήθελα να ανέβω να τραγουδήσω, αλλά η φτώχεια με είχε αναγκάσει να πουλήσω το μπουζούκι που είχα αγοράσει από τον Μάστορη στον Βόλο. Έβαλα λοιπόν στο μάτι ένα τρίχορδο που έπαιζε ένας παλιατζής στο Πανόραμα. Τον ρώτησα αν το πουλάει και με τα χίλια ζόρια μου είπε: “Ναι, το πουλάω 600 δραχμές”. Ήταν απλησίαστο ποσό για μένα εκείνη την εποχή. Αναγκάστηκα τότε να κάνω κάτι που δεν ήθελα. Πούλησα το δαχτυλίδι του πατέρα μου 500 δραχμές και έτρεξα αμέσως στον παλιατζή να αγοράσω το μπουζούκι. Αυτός επέμενε στις 600 και μου το άφησε 500 δραχμές μόνο όταν του υποσχέθηκα πως θα του εδινα τα υπόλοιπα σε… δόσεις!»
Στην Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Μητσάκης γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη, που υπηρετούσε τότε την θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών. Του είπε ότι παίζει μπουζούκι και ότι ψάχνει να δουλέψει σε μαγαζί. Αν και δεν τον ήξερε καλά, ο Τσιτσάνης τον συμπάθησε: «Και με πήγε», θυμόταν ο Μητσάκης, «σε μια ταβερνουλα της Αγίου Δημητρίου, στον Κόλλια. Άρχισα, λοιπόν, να παίζω εκεί, είχα και ένα σιδερένιο τραπεζάκι μπροστά μου και μου πετούσαν δίφραγκα και τάληρα».
Έναν χρόνο έμεινε στην Θεσσαλονίκη και ύστερα πήρε το πλοίο και βγήκε στον Πειραιά. Έπιασε δουλειά στην Δραπετσώνα, πλάι στον μεγάλο του λαϊκού τραγουδιού, τον Απόστολο Χατζηχρήστο. «Είναι τόσες οι αναμνήσεις από τα πρώτα μου χρόνια στο λαϊκό τραγούδι, που δεν χωρούν ούτε σε δύο τόμους», έλεγε προς το τέλος της ζωής του. «Πέρασα πολύ δύσκολα χρόνια. Μεγάλες στερήσεις. Ωστόσο, πιστεύω ότι οι στερημένοι νέοι γίνονται καλοί άνθρωποι και επιτυχημένοι επαγγελματίες. Αυτό που λέμε ότι “δεν έχω παπούτσια να φορέσω” ήταν πραγματικότητα. Τον χειμώνα του 1938, όταν έβγαινα στο πάλκο με τον Χατζηχρήστο και τον Ποτοσιδη, φορούσα πάνινα παπούτσια “Ελβιέλα” και επειδή ήταν άσπρα, για να μη με κοροϊδεύουν, τα έβαψα καφέ»
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δάσκαλου» και έτσι τον προσφωνούσαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν τον έλεγαν μόνο οι συνάδελφοί του – τραγουδιστές ή μουσικοί. Όλος ο κόσμος τον αποκαλούσε έτσι. Ήταν η αναγνώριση της δουλειάς του. «Φυσικά και οι συνάδελφοί μου με αποκαλούν δάσκαλο», έλεγε ο ίδιος, «άλλωστε εγώ δεν πείραξα ποτέ κανέναν. Ήμουν εντάξει και κύριος απέναντι σε όλους. Κυρίως στους τραγουδιστές. Είναι δεκάδες οι τραγουδιστές που καθιερώθηκαν με τραγούδια δικά μου. Χωρίς να θέλω να φανώ εγωιστής, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι η μεγάλη, η ανεπανάληπτη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη φάνηκε σωστή και αγαπήθηκε πάνω στα δικά μου τραγούδια! Εγώ ήμουν που επέμενα και τραγούδησε ο Στέλιος μαζί με την Μαρινέλλα το “Νίτσα, Ελενίτσα” και το “Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ”, έστω κι αν εκείνος φοβόταν μήπως πέσει στο ελαφρολαϊκό και μου έλεγε ότι: “Γιώργο, με βάζεις να κάνω τον Μαρούδα – εννοώντας ότι ο Τώνης Μαρούδας τραγουδούσε ελαφρά. Αλλά μήπως ήταν μόνο ο Στέλιος με την Μαρινέλλα; Ξέρετε πόσοι ακόμη ερμηνεύουν τραγούδια μου; Με ευχαριστεί λοιπόν που όλοι όσοι με βλέπουν μου λένε: “Γεια σου, δάσκαλε”»
Τα τελευταία του λόγια και οι σκέψεις του ήταν για την μεγάλη του αγάπη, την θάλασσα: «Η σκέψη μου γυρίζει πάντα στα παλιά. Ταυτόχρονα όμως γράφω ποιήματα και νότες. Παίζω μπουζούκι και βλέπω την θάλασσα και τους γλάρους. “Ψαρεύω” τραγούδια με δόλωμα τις εμπνεύσεις μου. Έχω βιώματα από τα παιδικά μου χρόνια. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε δύο καΐκια. Εγώ, πιτσιρίκος τότε, προπολεμικά, έκανα παρέα με τους ανθρώπους της θάλασσας, του λιμανιού και της τράτας ψαράδες, ναύτες, λοστρόμους, καπετάνιους, λιμενικούς. Η θάλασσα με σαγηνεύει, με γαληνεύει. Γι’ αυτό έφτιαξα ένα σπιτάκι πλάι στο κύμα. Απολαμβάνω την ηρεμία και την γαλήνη».
«Σε όλη μου την ζωή ήμουν ρομαντικός», έλεγε πάλι ο Γιώργος Μητσάκης και εξηγούσε: «Είναι μια πηγή ζωής που φωτίζει την σκέψη μας για να δημιουργούμε, να γράφουμε τραγούδια λαϊκά. Και ο ρομαντισμός και τα κοινωνικά προβλήματα έχουν μια κοινή βάση: την αλήθεια της ζωής. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι: Αλήθεια ζωής».
ΠΗΓΕΣ: https://stixoi.info, www.discogs.com, www.enikos.gr, https://edromos.gr, https://www.katiousa.gr, https://synergathss.blogspot.com
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν