ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ, ΧΑΡΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Στίχοι: Ηρακλής Παπασιδέρης
Μουσική: Κώστας Παπαδόπουλος
Ερμηνεία: Χαρούλα Λαμπράκη
Α. 7″, Single ” Θέλω να ζείς για μένα ” 1968
Β. CD, Compilation ” Τραγούδια από τις 45 στροφές ” 1996
1. ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΧΑΡΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ (Στο στούντιο)
2. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΧΑΡΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
(Στην ταινία: Κακός, Ψυχρός κι Ανάποδος) 1969
3. ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΧΑΡΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
(Στην εκπομπή: Ολοι οι καλοί χωράνε 24/4/2015)
ΣΤΙΧΟΙ: ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ
ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Την καλή μου καρδιά δε θα βρεις πουθενά.
Σαν εμένα ποια θα σε νιώσει;
Κάθε τόσο γυρνάς και δεν ξέρω πού πας
και η σκέψη μ’ έχει πληγώσει.
Θέλω να ζεις για μένα,
αγάπη μου, για μένα.
Δεν έχω άλλο τίποτα
στον κόσμο από σένα.
Την καλή μου καρδιά δε θα βρεις πουθενά.
Σαν εμένα ποια θα σε νιώσει;
Αν ζητάς αφορμή για ν’ αλλάξεις ζωή,
σου το λέω, θα μετανιώσεις.
Και θα ’ρθει μια στιγμή που θα κλάψεις πολύ,
πρόσεξέ με πριν με προδώσεις.
Θέλω να ζεις για μένα,
αγάπη μου, για μένα.
Δεν έχω άλλο τίποτα
στον κόσμο από σένα.
Την καλή μου καρδιά δε θα βρεις πουθενά.
Σαν εμένα ποια θα σε νιώσει;
Β. CD, Compilation ” Τραγούδια από τις 45 στροφές ” 1996
Στις 5 Ιουνίου 1947 γεννήθηκε στο Κακόβατο της Ηλείας, ένα χωριό κοντά στη Ζαχάρω, η Χαρούλα Λαμπροπούλου… Σε συνέντευξή της η Χαρούλα στη LIFO αφηγείται τη ζωή της στη Μερόπη Κοκκίνη (30/9/2019)
” Οι ρεματιές βούιζαν στο χωριό από το τραγούδι μου. Βγαίναμε στα χωράφια και κουβαλάμε τις σταφίδες κι εγώ τραγουδούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τότε, σε αυτά τα μέρη υπήρχε εκείνη η απόλυτη ησυχία και ακουγόταν η φωνή μου χιλιόμετρα μακριά. Αυτή, λοιπόν, ήταν η τρέλα μου από μικρό παιδί, το τραγούδι.
• Από τότε που ήμουν πέντε έχω την εικόνα του πατέρα μου που με είχε στα γόνατά του και μου μάθαινε τα δημοτικά τραγούδια. Μου μάθαινε τα κλέφτικα, τα τραγούδια του τραπεζιού, όπως τα λέγαμε εμείς. Αργότερα, τα ηχογράφησα σε έναν δίσκο αφιερωμένο σε αυτόν. Αν και οι γονείς μου ήταν γεωργοί, άνθρωποι των κτημάτων, είχαν ανοιχτό μυαλό. Ο πατέρας μου δεν έφερε ποτέ αντίρρηση στο να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Το μόνο που μου είχε πει, θυμάμαι, ήταν να μην τον ατιμασω. “
” Και οι δύο μου γονείς είχαν πολύ καλή φωνή και ο αδελφός της μητέρας μου ήταν δεξιός ψάλτης στο χωριό. Έτσι, από πολύ μικρή είχα τους ψαλμούς στο αίμα μου. Ο ψαλμός, άλλωστε, είναι πολύ κοντά στο δημοτικό τραγούδι. Οι ρίζες μου είναι δημοτικές, άσχετα αν αργότερα τραγούδησα πολλά λαϊκά και ρεμπέτικα.
• Είχα μια θεία που ήταν πολύ καλή φίλη της μητέρας του Μπάμπη Μπακάλη, ενός από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, το 1963, ήρθα, λοιπόν, στην Αθήνα, με σκοπό να δοκιμάσω την τύχη μου στο τραγούδι και, αν δεν τα κατάφερνα, το σχέδιο ήταν να γίνω φιλόλογος. “
” • Στην Columbia πήγα φορώντας τη σχολική μου ποδιά. Στην αρχή με άκουσε ο Μπακάλης και μετά με έστειλε στον διευθυντή της εταιρείας, τον Τάκη Λαμπρόπουλο. Για να μην τα πολυλογώ, με ενέκριναν κι έτσι υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο. Δυστυχώς, ήταν επταετές. Και λέω δυστυχώς, διότι μέχρι να τελειώσει αυτό το συμβόλαιο ήμουν δέσμια, χωρίς δικαιώματα και χωρίς ποσοστά. Πού να τα ξέρω αυτά εγώ, μικρό κορίτσι, όταν έβαζα την υπογραφή μου. Βέβαια, στην Columbia ήταν που είπα τις πολύ μεγάλες επιτυχίες με τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τον Πλέσσα, τον Πάνου και άλλους.
• Κανονικά, το επώνυμό μου ήταν Λαμπροπούλου. Το έκανα Λαμπράκη μετά την παρότρυνση του Μπακάλη. Μου είχε πει: «Άλλαξέ το καλύτερα, διότι θα πας στον Λαμπρόπουλο και θα νομίζουν ότι έχεις την εύνοιά του λόγω ονόματος».
• Ο Λαμπρόπουλος με έστειλε σε πολλούς συνθέτες. Ο πρώτος ήταν ο Νίκος Δαλέζιος, ο οποίος μου έδωσε το ζεϊμπέκικο «Ανάθεμά σε, βρε ζωή». Ο δεύτερος ήταν ο Απόστολος Καλδάρας, που μου έδωσε το τραγούδι «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά» και με αυτό το κομμάτι βγήκα από την ανωνυμία.
Ήταν τέλη του ’65, αρχές του ’66. Κάποια στιγμή με έστειλε και σε ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές -τότε, όλα τα καλά λαϊκά μαγαζιά ήταν εκεί-, όπου εμφανιζόταν ο Πάνος Γαβαλάς. Με ρωτάει ο Γαβαλάς «ποιο τραγούδι θες να πεις;» κι εγώ του απάντησα τα «Ξένα Χέρια». Κάπου εκεί ήταν, λοιπόν, που τελείωσε για μένα το όνειρο της καθηγήτριας Φιλολογίας. Φυσικά, ποτέ δεν έπαψε να μου αρέσει το διάβασμα.
• Λίγους μήνες μετά βρέθηκα να τραγουδάω μαζί με τον Γαβαλά στην Τριάνα του Χειλά, στη λεωφόρο Συγγρού, ένα θρυλικό μαγαζί. Από κει είχαν περάσει ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, η Μαρινέλλα, η Πάνου, η Μοσχολιού. Για να σταθεί ένα μικρό κορίτσι δίπλα σε τέτοια ονόματα έπρεπε να έχει είτε μεγάλη τύχη είτε μεγάλη φωνή. Εγώ είχα και από τα δυο, όπως είχε πει ο Γαβαλάς. “
” • Μια μέρα έρχεται ο Λαμπρόπουλος και μου λέει: «Θα πας στην οδό Αχαρνών 1 να συναντήσεις τον Τσιτσάνη, που θέλει να σε γνωρίσει». Πάω, λοιπόν, και του χτυπάω το κουδούνι πολύ κομπλαρισμενη. Μου ανοίγει και με πηγαίνει σε ένα δωματιάκι που είχε διαμορφώσει σαν στούντιο, παίρνει το μπουζούκι και μου λέει: «Πάμε ένα τραγουδάκι;». Ήταν το «Δεν ρωτώ ποια είσαι». Το είπαμε, το ξαναείπαμε και μέσα σε δέκα μέρες κυκλοφόρησε σε δισκάκι και έγινε η πιο μεγάλη επιτυχία. Από τότε ο Τσιτσάνης για επτά ολόκληρα χρόνια έγραψε τραγούδια πάνω στη φωνή μου. Πρέπει να έχω πει τουλάχιστον 25 τραγούδια του.
• Δεν ήθελε να τον φωνάζω κύριο Τσιτσάνη αλλά Τσίλια, όπως τον έλεγαν και οι φίλοι του. Κι εμένα δεν με φώναζε ποτέ με το όνομά μου. Με έλεγε νινί. Ήταν πολύ φιλικός και αρκετά προστατευτικός, θα έλεγα. Για μένα δεν ήταν δεύτερος πατέρας, ήταν πατέρας μου, στα χέρια του μεγάλωσα.
• Πολλοί από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα έφυγαν, δυστυχώς, νέοι. Ο Μανώλης Χιώτης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Στράτος Διονυσίου. Όταν φεύγουν από τη ζωή οι άνθρωποι που είναι πολύ κοντά σου, νιώθεις ένα τεράστιο κενό. Εγώ είχα την ατυχία να χάσω αυτούς τους όχι μόνο πολύ καλούς συνεργάτες αλλά και σπουδαίους φίλους.
• Για πρώτη φορά στην Αμερική πήγα με τον Στράτο Διονυσίου, το 1969. Ξεκινήσαμε από τον Καναδά και μετά περάσαμε στη Νέα Υόρκη. Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ μου αρέσουν τα ταξίδια κι έτσι, όποτε μου δίνεται η ευκαιρία -πάντα μέσα από τη δουλειά μου-, ταξιδεύω όπου και αν με φωνάξουν. Έχω γυρίσει όλη την Αμερική, την Αυστραλία και τη μισή Ευρώπη. Έχω ταξιδέψει, βέβαια, και σε όλη την Ελλάδα. Όταν με καλούν οι τοπικοί σύλλογοι στα πανηγύρια τους, τρέχω σαν την τρελή. Μου αρέσουν πολύ γιατί βλέπω τα γλέντια που κάνουν στον κάθε τόπο κι έτσι καταλαβαίνω τη διαφορετική κουλτούρα του κάθε μέρους. Κάθε χωριό, πόλη και χώρα είναι κι ένα τραγούδι.
• Αν με ρωτήσει κάποιος ποιο τραγούδι υπήρξε σταθμός στη καριέρα μου, θα δυσκολευτώ να απαντήσω, διότι όλα έπαιξαν εξίσου σημαντικό ρόλο, κάθε συνθέτης που μου εμπιστεύεται το τραγούδι του ήταν σταθμός. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι το «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά» του Καλδάρα υπήρξε καθοριστικό, γιατί με αυτό άρχισε να με γνωρίζει ο κόσμος.
• Όταν κάποια στιγμή σταματήσω να τραγουδάω θα έχω να λέω ότι κέρδισα πάρα πολλά από αυτήν τη δουλειά, ότι γνώρισα πολλούς ανθρώπους και πολλά μέρη.”
Η Χαρούλα Λαμπράκη ερμηνεύει το τραγούδι στην ταινία ” Κακός, Ψυχρός κι Ανάποδος του 1969
Σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού και σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη και παραγωγή Κλέαρχου Κονιτσιώτη.
Ηθοποιοί: Μίμης Φωτόπουλος , Κώστας Χατζηχρήστος , Νίκος Φέρμας , Μάνος Κατράκης , Καίτη Πάνου , Χρήστος Δακτυλίδης , Τάκης Μηλιάδης , Αντώνης Παπαδόπουλος
Υπόθεση: Ένας αφελής καφετζής από την επαρχία, ο Θύμιος Παπαχατζής (Κώστας Χατζηχρήστος), έρχεται στην Αθήνα να ζητήσει δανεικά από τον δίδυμο αδελφό του τον Κώστα, έναν πολύ γνωστό ηθοποιό, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί την Παγώνα, την κόρη του κοινοτάρχη. Την ώρα που ο Θύμιος μπαίνει στο θέατρο, ο Κώστας λιποθυμά επί σκηνής και η παράσταση διακόπτεται. Οι υπεύθυνοι του θεάτρου πανικοβάλλονται, αλλά παρατηρούν κατάπληκτοι την απίστευτη ομοιότητα των δύο αδελφών και βγάζουν άρον-άρον τον Θύμιο στη σκηνή. Ο γιατρός συστήνει στον Κώστα ξεκούραση, απόλυτη ηρεμία κι εντατική θεραπεία, ο δε Θύμιος αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να πάρει τη θέση του αδελφού του και να κουμαντάρει τα πάντα: από τα οικονομικά μέχρι και τα συζυγικά προβλήματά του. Φυσικά εξοικονομεί και τα απαραίτητα χρήματα που του χρειάζονται για το γάμο του με την Παγώνα.
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν