ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ, ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς
Vinyl, LP, Album ” Αθανασία ” 1976
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΙΚΌ ΚΟΥΤΊ 16/02/22
Ο Νίκος Πορτοκάλογλου και η Ρένα Μόρφη υποδέχονται τη συνοδοιπόρο του Νίκου Γκάτσου στη ζωή και την τέχνη Αγαθή Δημητρούκα και τον σπουδαίο Μανώλη Μητσιά. Ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στα μεγάλα τραγούδια που κεντησε με το λόγο του ο Νίκος Γκάτσος.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ
Ο Γιάννης ο φονιάς,
παιδί μιας Πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη,
προχτές την Κυριακή
μετά απ’ τη φυλακή,
επέρασ’ απ’ το σπίτι.
Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.
Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.
Μονάχα το Φροσί,
με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα,
τού φίλησε βουβά
τα χέρια τ’ ακριβά,
και βγήκε από τη σάλα.
Δεν μπόρεσε κανείς
τον πόνο της ν’ αντέξει,
κι ούτε ένας συγγενής
να πει δεν βρήκε λέξη.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς,
στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι,
θυμήθηκε ξανά
φεγγάρια μακρινά,
και τ’ όνειρο που εχάθη.
Vinyl, LP, Album ” Αθανασία ” 1976
Η «Αθανασία» του Χατζιδάκι και του Γκάτσου με Μητσιά & Γαλάνη Το 1976 κυκλοφόρησε από την Columbia η «Αθανασία», που αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας με έργα του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου, που ξεκίνησε το 1970 με την «Επιστροφή», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δήμητρα Γαλάνη, συνεχίστηκε το 1971 με το δίσκο «Της γης το χρυσάφι» με το Μανώλη Μητσιά και την Γαλάνη και ολοκληρώθηκε με την «Αθανασία» με τραγουδιστές και πάλι τον Μητσιά και τη Γαλάνη. Αυτή ήταν η πρώτη από αυτές τις τρεις δουλειές που έγινε με την επίβλεψη του Χατζιδάκι, αφού στις δυο προηγούμενες, λόγω της απουσίας του στην Αμερική, ενορχηστρωσε και διηύθυνε την ορχηστρα, ο Δήμος Μούτσης στην πρώτη και ο Γιάννης Σπανός στη δεύτερη. Η «Αθανασία» προοριζόταν αρχικά, αποκλειστικά για τον Μανώλη Μητσιά. Στην πορεία της δημιουργίας του δίσκου όμως, τα σχέδια άλλαξαν και προστέθηκε και η Δήμητρα Γαλάνη, η οποία τραγούδησε μάλιστα στους τόνους του Μητσιά, αφού οι ορχήστρες είχαν ήδη ηχογραφηθεί. Η διεύθυνση της ορχήστρας έγινε από τον Μάνο Χατζιδάκι. Όταν το φθινόπωρο του 1976 ο Μανώλης Μητσιάς μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τραγούδι «Ο Γιάννης ο φονιάς» είχε κατά νου -όπως ο ίδιος έχει πει- να το ερμηνεύσει σαν ένα βαρύ χασάπικο. «Δεν κατάλαβες!… Συνωμοτικά θα το πεις», του ξέκοψε ο Χατζιδάκις, δίνοντας με αυτό τον τρόπο την πραγματική διάσταση στην ιστορία που αφηγούνταν ο Νίκος Γκάτσος μέσα από τους 21 στίχους του…Έπαιξαν ο Δημήτρης Βράσκος: μαντολίνο, Γεράσιμος Μηλιαρέσης και Δημήτρης Φάμπας: κιθάρα, Αλίκη Κρίθαρη: άρπα, Θανάσης Πολυκανδριώτης: μπουζούκι, Λευτέρης Ψωμιάδης: πιάνο, Ανδρέας Ροδουσάκης: μπάσο. Την παραγωγή έκανε ο Γιώργος Μακράκης και η ηχογράφηση έγινε στα studio της Columbia με ηχολήπτη τον Γιώργο Κωνσταντόπουλο. O υπέροχος πίνακας του εξωφύλλου είναι έργο του Γιώργου Σταθόπουλου.
Ανατρέχοντας σε μαρτυρίες των συντελεστών για το έργο, διαβάζουμε αρχικά ένα σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι, από το ένθετο του cd: ” H ΑΘΑΝΑΣΙΑ του Γκάτσου, όπως και κάθε αληθινό τραγούδι, ήταν και παραμένει ένα παιχνίδι. Η ιδέα του Θανάτου οδηγεί τον αληθινά ελεύθερο άνθρωπο στο να αντιληφθεί βαθιά μέσα του, πως η ύπαρξή Του έχει ημερομηνία λήξεως. Ο Άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί με την ιδέα αυτή κι όχι ν’ αγκιστρώνεται από τη ζωή σε σημείο που να μη θέλει να φύγει- πράγμα που όλες οι θρησκείες εκμεταλλεύονται υποσχόμενες μελλοντική κι ατέλειωτη μελλοντική κι ατέλειωτη ζωή. Κι όμως είναι τόσο απλό, γι’ αυτό και δύσκολο. ” Μάνος Χατζιδάκις
Το κάθε τραγούδι μόλις γεννηθεί στη διαδρομή του γράφει κάποια ιστορία. Η ιστορία τους μοιάζει σαν την ιστορία και την πορεία των ανθρώπων. Για άλλους είναι σημαντική, λαμπερή, ευλογημένη και χειροκροτημένη. Και για άλλους μικρή, χωρίς ιδιαίτερες εκφάνσεις, πολλές φορές ασήμαντη και αδιάφορη.
Συνήθως όμως πίσω από ένα τραγούδι κρύβεται μία ιστορία που μπορεί να είναι συγκινητική, συγκλονιστική, με τρομερό ενδιαφέρον και περιέργεια.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η ιστορία για το καταπληκτικό τραγούδι του Χατζιδάκι και του Γκάτσου «Ο Γιάννης ο φονιάς» που ερμηνεύει συγκλονιστικά ο Μανώλης Μητσιάς. «Ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ», χαρακτηρίζει ο Μάνος Ελευθερίου το τραγούδι.
Η έμπνευση για αυτό το τραγούδι δεν είναι σίγουρη όμως υπάρχουν 3 θεωρίες. Η πρώτη υποστηρίζει πως σε κάποιο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950, λίγο μετά τον εμφύλιο ένα παιδί ο Γιάννης, 15 χρονών σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της. Η δεύτερη και πιο πιθανή ιστορία στην πρώτη της εκδοχή την οποία διηγήθηκε ο Γιώργος Μέγγουλης, φίλος του Λοΐζου, και ο ίδιος αναφέρει ότι αυτά του τα είπε ο Γκάτσος λέει ότι ο Γιάννης ο φονιάς, τελικά δεν σκότωσε κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό του και ο Γιάννης που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί πήρε το φονικό απάνω του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα οι γονείς του.
Τώρα, η τρίτη ιστορία έρχεται από τον Γιώργο Μητρόπουλο, ο οποίος όταν ήταν φοιτητής της νομικής δούλευε στο καφέ Φλόκας όπου σύχναζε τόσο ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις κι άλλοι άνθρωποι του πνεύματος, ο Μητρόπουλος ήταν υπεύθυνος για το τραπέζι του Γκάτσου και της παρέας του.
Σύμφωνα με το ilialive.gr την αποκάλυψη έκανε ο Ηλείος γνωστός παραγωγός της ΕΡΑ και μετά του Δεύτερου Γιώργος Μητρόπουλος από το χωριό Πόθος του δήμου Αρχαίας Ολυμπίας δίπλα στο Δούκα. Άλλωστε ο ίδιος ενέπνευσε το Μάνο Χατζιδάκι να γράψει το υπέροχο “Χωρίον ο Πόθος” στον “Μεγάλο Ερωτικό”.
Επιστήθιος φίλος και συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι, στο Ζαχαροπλαστείο Φλόκα (στην οδό Πανεπιστημίου,στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού δίπλα στο επίσης ιστορικό ζαχαροπλαστείο του Ζόναρς) που εργαζόταν όντας φοιτητής, ο Γιώργος Μητρόπουλος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πέρα από τον μεγάλο συνθέτη και πολλούς άλλους της πνευματικής και καλλιτεχνικής ελίτ της Ελλάδας της δεκαετίας του 1970. Ανάμεσα τους ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο ανέπτυξε μια φιλική σχέση στην πορεία.
Όπως περιγράφει ο Γιώργος Μητρόπουλος . . . “Έχω κατά νου δυο-τρία σενάρια που κατά καιρούς κυκλοφορούν στο διαδίκτυο σχετικά με το τραγούδι “Ο Γιάννης ο Φονιάς” (1976) από τον κύκλο “Αθανασία” του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι. Θα παραθέσω μια ιστορία που διηγήθηκα στον Νίκο Γκάτσο το φθινόπωρο του 1974, στο Φλόκα της Πανεπιστημίου – στέκι για πολλά χρόνια του ποιητή – όπου εργάστηκα για ένα διάστημα (βοηθός σερβιτόρου) κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Νομική. Ο μετρ του Φλόκα, ο κύριος Λεόντιος, επειδή ήμουν “γραμματιζούμενος”, μου ανέθεσε αποκλειστικά τη φροντίδα του τραπεζιού των ποιητών, μιας μεγάλης ροτόντας στα δεξιά της μαρμάρινης σκάλας που οδηγούσε στην κουζίνα. Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό ήταν το τραπέζι του Γκάτσου, ο ίδιος ερχόταν πάντα πρώτος και έφευγε τελευταίος, στο μεταξύ καθημερινά περνούσαν από το τραπέζι του έστω για έναν καφέ όλοι σχεδόν οι πνευματικοί άνθρωποι της γενιάς του και της γενιάς των επιγόνων του.
Μεσολαβούσε πάντα ένα μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα που ο Γκάτσος ήταν μόνος στο τραπέζι – η Αγαθή ήρθε δύο χρόνια αργότερα. Καθώς σερβίριζα τον καφέ του, και αφού είχε πια αρκετές πληροφορίες για το πρόσωπό μου, συχνά με ρωτούσε για τον τόπο μου, τους θρύλους και τις ιδιαίτερες παραδόσεις του, κι εγώ του αράδιαζα ιστορίες θρυλούμενες αλλά και πραγματικές.
Μια μέρα, λοιπόν, του αφηγήθηκα μια σύγχρονη τραγωδία, ένα έγκλημα τιμής που συνέβη το 1960 στο χωριό μου και ήμουν αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι η μητέρα μου να μου κλείσει με το χέρι της τα μάτια μου και να με κλειδώσει μέσα στο σπίτι. Δεν τον έλεγαν Γιάννη αλλά θα ακολουθήσω για πολλούς λόγους την ονοματοδοσία του ποιητή στους πρωταγωνιστές του Δράματος. Ο Γιάννης, λοιπόν, και το Φροσί.
Ο Γιάννης είχε κλέψει από έρωτα τη γυναίκα του και είχαν ήδη εφτά παιδιά, έξι αγόρια και μία κόρη, το Φροσί, υπηρέτρια στην Αθήνα από τα 16 της. Ο Γιάννης ήταν μουσικός, έπαιζε κιθάρα και τραγούδαγε όμορφα τα δημοτικά, και παρέα με έναν συγχωριανό που έπαιζε βιολί έκαναν πολλά πανηγύρια, γάμους βαφτίσια και γλέντια σε ορεινή Ηλεία και Γορτυνία. Τα καλοκαίρια δεν ήταν λίγα τα βράδια που έφερναν τα όργανα στο καφενείο του χωριού και το αυτοσχέδιο γλέντι κράταγε ως το πρωί – ονειρεμένα βράδια, φεγγάρια ολόγιομα. Μετά από ένα τέτοιο γλέντι και μέσω μιας άτυχης στιγμής ο Γιάννης ανακαλύπτει πως ο κολλητός του βιολιστής διατηρεί σχέση με τη γυναίκα του. Το κακό δεν άργησε να συμβεί, ο Γιάννης πάνω στη ροδαυγή σκότωσε τη γυναίκα του και πήγε φυλακή. Ήταν Αύγουστος, η δίκη έγινε στην Πάτρα τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου.
Ο Γιάννης αθωώθηκε με το “εν βρασμώ ψυχής” και όταν η είδηση έφτασε στο χωριό το χωριό πανηγύρισε. Ήταν ο ήρωας που καθάρισε την προσβολή. Οι ίδιοι άνθρωποι που στην αντίθετη περίπτωση θα τον καθιστούσαν αποσυνάγωγο, αυτή η κοινωνία της σκυθικής επαρχίας τού όπλισε το χέρι, αυτό επέβαλε η κοινωνική νόρμα. Ο Γιάννης ήταν ο μικρός αδελφός του παππού μου και μετά την αθώωση τον υποδέχτηκαν στη σάλα του πατρικού μου μαζί με τα παιδιά του όλοι οι συγγενείς, ήρθε και το Φροσί από την Αθήνα και την ίδια μέρα έφυγε ξανά για την Αθήνα όπου εργαζόταν. Λίγους μήνες μετά το κακό δίπλωσε, το Φροσί, μην αντέχοντας το χαμό της μάνας της αυτοκτόνησε στα 18 της,
Για τους Αρκάδες και τους Πελοποννήσιους γενικά η σάλα του σπιτιού δεν είναι ένα απλό δωμάτιο, η σάλα ως χρήση αλλά και συμβολισμός είναι ο ανοιχτός χώρος κάθε οικογένειας, εκεί υποδέχονται και φιλοξενούν τον ξένο, εκεί η κοινότητα μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της οικογένειας, κι ο Γκάτσος γνωρίζει αυτή τη διάσταση της σάλας από τα γεννοφάσκια του. Στην αποστροφή του λόγου του “Μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα” δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία, όποιος “βγαίνει” από τη σάλα αφήνει δια παντός πίσω του τον κόσμο – και η λογική συνέπεια “Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι, θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη” – Έκτοτε ο παππούς Γιάννης καθόταν σε μια γωνιά της αυλής με το βλέμμα απλανές προς τα Δάση του Πόθου.
Λίγους μήνες μετά την αφήγησή μου στο τραπέζι του Γκάτσου εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις (έλειπε στην Αμερική) και άρχισαν να δουλεύουν την Αθανασία.
Η κατά Γκάτσον ιστορία του Γιάννη του Φονιά δεν είναι άλλη από αυτή τη σύγχρονη τραγωδία που οι λεπτομέρειές της, από όσο θυμάμαι, είχαν εξάψει το ενδιαφέρον του ποιητή. Εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη φορά που παρά το πρωτόκολλο του χώρου ο ίδιος είπε στον κύριο Λεόντιο πως επιθυμεί να μου επιτραπεί να μοιραστώ για λίγη ώρα το τραπέζι του.”αναφέρει χαρακτηριστικά στην περιγραφή του ο Γιώργος Μητρόπουλος.
ΠΗΓΕΣ: www.discogs.com, https://stixoi.info, www.ogdoo.gr, press.ert.gr, www.ilioupoligiaolous.gr, www.ilialive.gr
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν