ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ
ΠΟΥ ΄ΣΑΙ ΘΑΝΑΣΗ
Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
Ερμηνεία: Γιώργος Ζαμπέτας
Vinyl, LP, Album ” Μάλιστα Κύριε ” 1973
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ (στο στούντιο)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ
Ο Γιώργος Ζαμπέτας διηγείται ζωντανά την ιστορία των στίχων και ερμηνεύει το τραγούδι (σπάνιο βιντεο)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ (ζωντανά) (σπάνιο)
Χορεύουν οι αδελφοί Αμπατζόγλου, Δήμος, Ιορδάνης καί Τάσος
ΣΤΙΧΟΙ: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΟΥ ΄ΣΑΙ ΘΑΝΑΣΗ
Θα πάρω σβάρνα μια βραδιά
όλες τις συνοικίες
δε θέλω πολυτέλειες
και πολυκατοικίες
Είχα έναν παλιόφιλο
τα ίχνη του έχω χάσει
σ’ ένα στέκι απόμερο
το στέκι του Θανάση
Πού `σαι Θανάση
Πού `σαι Θανάση
Ήθελα να σ’ αντάμωνα…
Πού `σαι Θανάση
Πού `σαι Θανάση
ήθελα να σ’ αντάμωνα
Η γρουσουζιά να σπάσει
Εκεί θα βρω της νιότης μου
τα φίνα τα ωραία
Το Μάνθο το Θεμιστοκλή
και την παλιά παρέα
Δίπλα θα καθίσουμε
σαν πρώτα στο τραπέζι
και μαζί θ’ ακούσουμε
γλυκιά πενιά να παίζει
Vinyl, LP, Album ” Μάλιστα Κύριε ” 1973
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: Που’ σαι Θανάση
Τραγούδια που αγαπήσαμε και σιγοτραγουδήσαμε αμέτρητες φορές στη ζωή μας, κρύβουν από πίσω μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία όπως συνέβη και με το τραγούδι «Που’ σαι Θανάση», στίχους του οποίου είχε γράψει το 1973 ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης και τη μουσική ο Γιώργος Ζαμπέτας. Ένα μοναδικό τραγούδι από το άλμπουμ «Μάλιστα Κύριε» που κυκλοφόρησε το ταραγμένο φθινόπωρο του ίδιου έτους, εποχή των γεγονότων του Πολυτεχνείου.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ
Όταν ο Γιώργος Ζαμπέτας στις αρχές της δεκαετίας του ’70 τραγουδούσε το «Πού ‘σαι Θανάση», συνήθως στα ρεφρέν είχε τη… συνοδεία ολόκληρου του μαγαζιού που αναρωτιόταν μαζί με τον μεγάλο λαϊκό μουσουργό πού είχε χαθεί αυτή η… ψυχή, εικάζοντας ότι πρόκειται για κάποιο υπαρκτό πρόσωπο.
Για την ακρίβεια, μάλιστα, το πιο πιθανό είναι πως αν βρεθείτε σε κάποια παρέα και ανοίξει η κουβέντα για το συγκεκριμένο τραγούδι τότε θ’ ακούσετε την ιστορία για έναν Θανάση ο οποίος ήταν θαμώνας στο κέντρο που τραγουδούσε ο Γιώργος Ζαμπέτας. Η πεποίθηση αυτή ήταν εύκολο να εδραιωθεί, τότε που ο Ζαμπέτας πρωταγωνιστούσε στις πίστες της «αθηναϊκής νύχτας» είχε αποκτήσει, όπως είναι λογικό, πάρα πολλούς θαυμαστές. Ένας από αυτούς, που τον ακολουθούσε παντού, όπου και αν εμφανιζόταν και μάλιστα καθόταν πάντα στο πρώτο τραπέζι, ονομαζόταν Θανάσης.
Ο Θανάσης, λοιπόν, σύμφωνα με αυτό το σενάριο, πήγαινε στο νυχτερινό κέντρο σχεδόν κάθε βράδυ για ν’ ακούσει τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού. Τον έβλεπε, κουβέντιαζαν για λίγο και μετά καθόταν σε κάποιο τραπέζι και απολάμβανε την αγαπημένη του μουσική. Σχεδόν κάθε φορά, μάλιστα, υποτίθεται πως έλεγε στον Ζαμπέτα «α, ρε Γιώργαρε και να ήξερες από πού έρχομαι κάθε βράδυ να δώ το κάδρο σου και για να σε ακούσω». Κάποια στιγμή, ωστόσο, μυστηριωδώς, ο Θανάσης έπαψε να πηγαίνει στο νυχτερινό κέντρο. Χάθηκε από προσώπου γης. Κανείς δεν τον ξαναείδε. Υποτίθεται, λοιπόν, πως ο Ζαμπέτας κάθε φορά που κοίταζε τα τραπέζια και δεν έβλεπε τον φίλο του μονολογούσε «που ‘σαι Θανάση». Περίπου δυο χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης Όμηρος Ευστρατιάδης θα πει στον Ζαμπέτα ότι ο άνθρωπος που ερχόταν κάθε βράδυ στο μαγαζί ήταν ο Θανάσης Ευστρατιάδης, δηλαδή ο πατέρας του, ο οποίος πλέον δε βρισκόταν στη ζωή. Αυτή την ατάκα άκουσε και ο Μπάμπης Βασιλειάδης ή «Τσάντας» και έγραψε τους στίχους. Όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Είναι υπαρκτό πρόσωπο όπως έχει επικρατήσει ή μήπως ο δημιουργός του τραγουδιού ήθελε να πει κάτι άλλο
Δύσκολα μπορείς να συναντήσεις κάποιον που ακούει λαϊκή μουσική και να μη γνωρίζει το «που ‘σαι Θανάση» το οποίο πρωτοτραγούδησε ο σπουδαίος Γιώργος Ζαμπέτας. Όλοι το έχουν σιγοτραγουδήσει, όλοι έχουν διασκεδάσει με αυτό και όλοι έχουν αναπολήσει παλιές, καλές ημέρες ακούγοντάς το.
Οι περισσότεροι νομίζουν πως το τραγούδι είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται. Ένας «ύμνος» δηλαδή στη φιλία δύο ανδρών οι οποίοι στο πέρασμα του χρόνου χάθηκαν και πλέον δεν βλέπονται για να διασκεδάσουν όπως παλαιότερα. Είναι έτσι, όμως; Πράγματι, δηλαδή, ο Ζαμπέτας τραγουδούσε για κάποιον φίλο του;Η αλήθεια είναι πως όχι… Το τραγούδι αυτό δεν είναι αυτό που φαίνεται. Είναι και αυτό ένα σπουδαίο δείγμα για το πως οι ρεμπέτες εκείνης της εποχής προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τους… αγρυπνους φρουρους της λογοκρισίας και να μιλήσουν για αυτά που ήθελαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους καταλαβαίνουν μόνο αυτοί που έπρεπε να τους καταλάβουν. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως, αν και ωραία ιστορία η παραπάνω, αν κάποιος ακούσει προσεκτικά ή ακόμα καλύτερα διαβάζει τους στίχους θα διαπιστώσει πως… κάτι δεν κολλάει και πως πιθανότατα πως η πραγματικότητα απέχει πολύ.
Ποιος είναι πραγματικά ο «Θανάσης»;
Είναι σχεδόν προφανές πως ο Βασιλειάδης δεν έγραψε αυτούς τους στίχους για κάποιον φίλο του Ζαμπέτα. Ο σπουδαίος ρεμπέτης στιχουργός ήθελε να πει κάτι άλλο και το καμουφλάρισε με έναν εξαιρετικά έξυπνο τρόπο. Ο Θανάσης δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Για την ακρίβεια είναι ένα… αντικείμενο.
Η αλήθεια στο ερώτημα «ποιος είναι ο Θανάσης» βρίσκεται στο βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου. Εκεί ο συγγραφέας μας λέει πως οι χασισοπότες του μεσοπολέμου ονομάζουν τον ναργιλέ, «μάπα», «καλάμι», ή… «Θανάση»! Το ίδιο αναφέρεται και στο βιβλίο «Τοξικομανία» των Α. Δαβαρούκα και Γ. Σουρέτη, όπου «Θανάσης» ή «ο Θανάσης με το τρύπιο κεφάλι» είναι ναργιλές στην αργκό που είχαν υιοθετήσει οι ρεμπέτες, οι χασισοπότες και οι μάγκες της εποχής.
Και κάπως έτσι οι στίχοι αποκτούν άλλο νόημα και η αλήθεια αποκαλύπτεται μπροστά μας. Το πρώτο τετράστιχο μιλάει για στέκια υπόγεια και κρυφά, μακριά από τις γειτονιές τις καθωσπρέπει, όπως ακριβώς δηλαδή ήταν «κρυμμένοι» και οι τεκέδες. Αυτό δηλαδή που περιγράφει και το δευτερο τετράστιχο: ένα στέκι απόμερο. Επίσης, το ότι ο φίλος που ψάχνει τον Θανάση θέλει να πάνε σε ένα μαγαζί που θα συναντήσουν μόνο άνδρες (τον Μάνθο και τον Θεμιστοκλή) είναι ένα ακόμα «σημάδι» πως πρόκειται για τεκέ καθώς εκεί απαγορευόταν να μπαίνουν οι γυναίκες.
Επίσης στον στίχο «τα φίνα, τα ωραία» ή στο «στέκι το απόμερο» ο Ζαμπέτας συνήθιζε να κάνει μια ιδιαίτερη κίνηση που δείχνει πως υπάρχει κάποιο… κρυφό νόημα. Στο τελευταίο τετράστιχο περιγράφει το πως κάθονταν στα τραπέζια, έχοντας δίπλα τους το ναργιλέ και ακούγοντας μουσική. Τέλος, σε ότι αφορά το στίχο που λέει «τα ίχνη του έχω χάσει» είναι κάτι που δείχνει την αλλαγή του τρόπου που διασκέδαζαν οι ρεμπέτες και οι χασισοπότες καθώς την εποχή που γράφτηκε το τραγούδι (το 1972) οι τεκέδες που είχαν απομείνει ήταν ένα μετρημένοι στα δάχτυλα.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΑΜΠΕΤΑ
Η πορεία του Τσάντα απ’ τα μισά περίπου της δεκαετίας του ’50 μέχρι και το βιολογικό του τέλος, το Μάη του 1970, σημαδεύτηκε απ’ την μελωδική αύρα και τον συνθετικό οίστρο του Γιώργου Ζαμπέτα. Ανάμεσά τους, πανταχού παρών, και ο Καζαντζίδης. Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο το Ζαμπέτα να μας τα διηγηθεί καλύτερα:
«…το 1952 ηχογραφώ το πρώτο μου τραγούδι στην Columbia, τότε που ανέβαινε κι ο Καζαντζίδης, αλλά δεν μου τον δώσανε, μου δώσανε τον Τσαουσάκη. Το “Σαν σήμερα, σαν σήμερα” σε στίχους του Χαράλαμπου του Βασιλειάδη. Οικτρά αποτυχία!… Πήγαμε την επόμενη εβδομάδα και γραμμοφωνήσαμε με τον Καζαντζίδη το “Αφήνω γεια στη μάνα μου” σε στίχους Βίρβου. Του βάζω πάλι μετά του Καζαντζίδη, αφού έγινε το πρώτο ανάρπαστο το “Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω” σε στίχους του Τσάντα… Έχω πελάτες που με αγαπάνε πολύ κι έρχονται στο μαγαζί μου για μένα, έχει αρχίσει πια το όνομά μου να μετράει. Κάνω τότε και το τραγούδι με τον Καζαντζίδη που γίνεται ανάρπαστο και είμαι σε πολύ καλή σειρά».
Για τα τραγούδια των Ζαμπέτα-Βασιλειάδη, οι τίτλοι και μόνο, μιλούν από μόνοι τους: “Ζαλούμπα”, “Μεξικάνα”, “Βραζιλιάνα μου γλυκειά”, “Στάσου στο 16”, “Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου”, “Ο αράπης”, “Ο πιο καλός ο μαθητής”, “Κυρ’ Αλέκο”, “Τα δειλινά”, “Πάει-πάει”, “Πατέρα κάτσε φρόνιμα”, “Ακου τ’ αηδόνια”, “Αγωνία”, “Ο ξενύχτης” “Πού ‘σαι Θανάση” κ.α. Το τελευταίο μελοποιήθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Τσάντα.
Ο Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός και κατατοπιστικός: «Αυτός που ήτανε τρέλα, ήτανε ο γέρος. Αυτός ήτανε μπαξές! Ερχότανε ο Μπάμπης στο σπίτι και καθόμαστε ώρες ατέλειωτες. Γράψε-σβήσε συνέχεια. Του έλεγα τη βλέψη μου για κάθε τραγούδι κι αμέσως τό ‘γραφε, μεγάλη ευχέρεια στο γράψιμο… Ήτανε αδελφός της πρώτης γυναίκας του Παπαδόπουλου, του δικτάτορα, μ’ αυτήν που είχε τα δυο παιδιά. Ο Παπαδόπουλος την είχε χωρίσει την αδελφή του Τσάντα, την είχε όμως σ’ ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη με φρουρά και την προστάτευε γιατί είχε τα παιδιά του. Ο Τσάντας είχε και γραφείο κοντά στο γραφείο του Παπαδόπουλου, αλλά πολύ σπάνια καθότανε εκεί. Έμενε σε μιαν οκέλα, ένα προσφυγικό χαμόσπιτο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί πήγαινα εγώ και γράφαμε τραγούδια, γράφαμε στίχους σβήναμε. Ήτανε πολύ δυνατός, του έλεγες τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις κι αμέσως, τάκα-τάκα το έφτιαχνε. Ήτανε παντρεμένος με την κυρία Άννα… Μου λέει η κυρία Άννα ότι την ώρα που πέθανε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το “Πού ‘σαι Θανάση”. Σημαδιακό τραγούδι. Με έλεγε γιο του ο Τσάντας. Δεν είχε παιδιά, άκληρος ήταν. Αφού τα ποσοστά του απ’ τα τραγούδια που κάναμε ήτανε κανονικά το 50% κι ο γέρος ήθελε το 1/3. Έλεγε πως τα άλλα ανήκουνε στα εγγόνια του, τα δικά μου παιδιά δηλαδή. Χρυσός άνθρωπος, μας αγαπούσε πάρα πολύ. Μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ’ τους μεγαλύτερους!».
πηγες: www.stixoi.info, www.discogs.com, https://mikropragmata.lifo.gr,www.newsbeast.gr, https://thecaller.gr, https://ellinikoskinimatografos.gr, www.ogdoo.gr
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ Τα ωραία τραγούδια δεν τελειώνουν ποτέ, και πάντα… ”Όλα αρχίζουν ξανά”.