ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΟΥ ΤΡΩΝ’ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ
Στίχοι: Θοδωρής Γκόνης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Ερμηνεία Νίκος Ξυδάκης
LP, Album ” Κοντά στη δόξα μια στιγμή ” 1987
ΜΟΥΣΙΚΗ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ
ΣΤΙΧΟΙ:ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΟΥ ΤΡΩΝ’ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ
Στο εστιατόριο που τρων’ τα συνεργεία
μπήκε το θέμα σου, έτσι, στ’ αστεία.
Εφτά βοηθοί και τρεις μαστόροι
μαζί τους και οι σερβιτόροι.
Κι εσύ μαρσάρεις τα μποτάκια σου
σφυρίζεις με τα δυο χειλάκια σου,
ανάβεις τη μικρή και τη μεγάλη σκάλα
κι ούτε μας σκέφτεσαι μια στάλα.
Και με τα δυο σου πόδια, λάστιχα Πιρέλι
φεύγεις και χάνεσαι, γλιστράς σαν χέλι.
Στο εστιατόριο που τρων’ τα συνεργεία
μπήκε το θέμα σου, έτσι, στ’ αστεία.
Εφτά βοηθοί και τρεις μαστόροι
μαζί τους και οι σερβιτόροι.
Κοίτα τα φρένα, το τιμόνι σου,
δε θα τα καταφέρεις μονη σου.
Έλα σε μας και μη σε μέλλει, μη σε νοιάζει.
Έλα, μας τρώει το μαράζι.
Είμαστε εφτά βοηθοί και τρεις μαστόροι
μαζί μας είναι και οι σερβιτόροι.
LP, Album ” Κοντά στη δόξα μια στιγμή ” 1987
Το 1987 έρχεται το «ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΔΟΞΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ» σε στίχους Μανώλη Ρασούλη, Τάσου Σαμαρτζή, Εμμανουήλ Ζάχου και Θοδωρή Γκόνη. Στον ίδιο δίσκο μελοποίησε και το «Ερωτικό» του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που ερμηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Την ίδια περίοδο γράφει τη μουσική για την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, που ανεβάζει το Θεσσαλικό Θέατρο.
Ο Νίκος Ξυδάκης εξομολογείται πως ηχογραφήθηκε ο δίσκος: «Μετά το “Πρώτο βράδυ στην Αθήνα” το 1983 δέχτηκα και την πολεμική των ανθρώπων που έλεγαν γιατί δε συνέχισα στο ύφος των δύο πρώτων δίσκων με το “Κοντά στη Δόξα μια στιγμή”. Είχα και πρόβλημα με τη εταιρεία που δε συμφωνούσε με τις δικές μου αποφάσεις και έφυγα από την εταιρεία και πήγα και ηχογραφήσαμε τη “Δόξα” σε ένα σπίτι, με ένα πρωτόγονο Fostex μαγνητόφωνο, μέσα σε ένα δωμάτιο, χωρίς την άδεια της εταιρείας, με την οποία τα βρήκαμε αργότερα. Και τότε μαζί με τα ανατολίτικα ακούσματα μπήκαν και κάποια άλλα που είχα ως έφηβος, μου άρεσαν πάρα πολύ οι Μπητλς και γι’ αυτό ακόμα και στα “Δήθεν” και στη “Γυφτιά” έβαζα μικρά τραγούδια με δυο κιθάρες εμβόλιμα, σαν ένας μικρός φόρος τιμής σε αυτούς, “σαν μια ταινία, γυρίζει η ζωή μου”, «μετανάστης στην αγκάλη σου», κλπ. και τα έβαζα μέσα στα λαϊκά κι αυτά.»
ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ
Δεν είναι πια μόνο συνθέτης αλλά και συγγραφέας. Συναυλίες θερινές και ένα βιβλίο – το πρώτο του – εξομολογητικό για το Κάιρο, τα παιδικά του χρόνια και τον Μάνο Χατζιδάκι. Για όλα αυτά μιλάει στο «Βήμα» Τα παιδικά χρόνια, η ευημερία της ελληνικής παροικίας στο Κάιρο, η μαγεία που ασκούσε επάνω του η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ενός προσώπου μυθικού για εκείνον. «Παιδί όταν ήμουν άκουσα πρώτη φορά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι σ’ ένα θερινό σινεμά του Καΐρου, το «Saint James». Ηταν σ’ έναν από τους πιο πολυσύχναστους και θορυβώδεις κεντρικούς δρόμους της πόλης. Η βεράντα του ήταν εστιατόριο. Υποφωτισμένο. Βράδυ, ανάμεσα σ’ άσπρα τραπεζομάντηλα, στα φυτά και στη βαριά αρωματισμένη, την πηχτή, ζεστή, καλοκαιρινή και κοσμοπολίτικη του Καΐρου ατμόσφαιρα. Η μουσική του ίσως της ταινίας «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Η φωνή του Ορφέα τραγουδάει «Είμαι άντρας…». Εμείς παιδιά, σχεδόν ανάσκελα, τα μάτια μας έπαιζαν αλλού. Διέσχιζαν τον ουρανό και τα άστρα του. Κάθε τόσο η ευφορία της μουσικής του Χατζιδάκι μάς τύλιγε ξεχασμένους, παραδομένους, όπως στη μουσική του Μότσαρτ…».
Θοδωρής Γκόνης:
« Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό, μεταξύ Ναυπλίου και Επιδαύρου, που λέγεται Γκάτζια, και μετά κατέβηκα στο Ναύπλιο, όπου πήγα σχολείο και δούλευα ταυτόχρονα σ’ εστιατόρια. Εξάλλου πολλά τραγούδια μου έχουν αναφορά σε εστιατόρια, σε σερβιτόρους, σε βοηθούς σερβιτόρου… Διακρίθηκα σ’ αυτό το επάγγελμα και κατόρθωσα να γίνω και σερβιτόρος (γέλια)! Μετά ανέβηκα στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο, κι εκεί βρέθηκα με ανθρώπους που με τον τρόπο τους με προσανατολίζουν. Επιθυμούσα να κάνω κάτι, δεν ήξερα ακόμα τι, και σιγά-σιγά βρέθηκα σε μια παρέα κι άρχισα να σπουδάζω θέατρο, παράλληλα με το Πανεπιστήμιο και να γράφω και τραγούδια. Είχα την τύχη να βρεθώ με τον Νίκο Ξυδάκη και ξεκίνησα πάρα πολύ καλά και δύσκολα, γιατί συνεργάστηκε μ’ έναν άνθρωπο απαιτητικό και σημαντικό, όπως είναι ο Νίκος. Κι έτσι σιγά-σιγά βρέθηκα μες στον ποταμό αυτόν, όπου συνεχίζω ακόμα να ταξιδεύω. Ήταν μία επιθυμία. Στη ζωή προσεύχεσαι για να βρεθείς κάπου. Η προσευχή πάντα είναι μυστική, δηλαδή ποτέ δεν είπα ότι θέλω να κάνω αυτό, θέλω να γίνω ηθοποιός, θέλω να γράψω τραγούδια… Όλα αυτά ήταν πολύ πιο εσωτερικά, σαν την πίστη αν την έχεις και η προσευχή σου πιάνει τόπο.»
Ο Θοδωρής Γκόνης αφηγείται πως έγραψε τους στίχους του τραγουδιού « Στο εστιατόριο που τρων’ τα συνεργεία »
« Εργαζόμουν από πολύ μικρός σε εστιατόρια στο Ναύπλιο, τώρα βέβαια το Ναύπλιο είναι καθαρά τουριστική πόλη αλλά μιλάω για μία άλλη εποχή πολύ πριν φουντώσει ο τουρισμός στην πατρίδα μας, κι εκεί θυμάμαι μικρό παιδί να περνάει μία πάρα πολύ ωραία κοπέλα, τα απογεύματα, νομίζω πήγαινε φροντιστήριο ή εργαζόταν σε κάποιο γραφείο -δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς… Απέναντι από το εστιατόριο ήταν βουλκανιζατέρ, συνεργεία αυτοκινήτων και φορτηγά και μηχανές μεταφορών, κι ήταν διάφορα λαϊκά παιδιά, ευγενικά παιδιά, βεβαίως, και εργατικά, όπως και οι σερβιτόροι -το Ναύπλιον είχε και λαϊκή πλευρά, δεν είναι μόνο η τουριστική πόλη που βλέπετε σήμερα- και περνώντας αυτή η κοπέλα προκαλούσε επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού και υπέροχα πειράγματα, καθόλου πρόστυχα και προκλητικά, αλλά ευφάνταστα, και αυτή η εικόνα μού γέννησε τους στίχους, πιο πολύ βλέποντας στα μάτια των άλλων την ομορφιά της, γιατί εγώ ήμουνα αρκετά μικρός τότε. Περνούσε κάθε απόγευμα, ντυμένη άψογα και περπατώντας πάρα πολύ χαριτωμένα με τα μποτάκια της πάνω στην άσφαλτο. Αυτή ήταν η αφορμή. Από κει και πέρα, το πού σε πάει ο στίχος είναι σαν τη θάλασσα. Σε βγάζει όπου θέλει. Αλλάζουν πολύ εύκολα οι άνεμοι σ’ ένα τραγούδι. Εκεί που πηγαίνεις με τον νοτιά, ξαφνικά σε παίρνει ο βορράς και γίνεσαι σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο. Δηλαδή ξεκινάς για τις Ινδίες και βρίσκεσαι στην Αμερική. Όταν ήμουν δευτεροετής φοιτητής στην Αθήνα, βρέθηκα σε μία παρέα που ήταν μέσα δύο άνθρωποι, οι οποίοι δεν ζουν πια, ο σπουδαίος συγγραφέας Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993) και ο Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014), νέα παιδιά τότε, και μιλούσαμε, περπατούσαμε, πηγαίναμε στον κινηματογράφο, ψάχναμε για βιβλία… Η Αθήνα ήταν γενναιόδωρη σε πάρα πολλούς επαρχιώτες. Μπορώ να πω ότι ήμουν άσχετος όταν ανέβηκα στην Αθήνα. Δεν ήξερα τίποτα. Απλώς κάτι επιθυμούσα, δεν ήξερα τι, και η Αθήνα ως μεγάλη πόλη με πήρε από το χέρι και μου έδειξε όλα αυτά. Πήγα κινηματογράφο, διάβασα βιβλία, είδα θέατρο… Να φανταστείτε ότι εγώ ζούσα δίπλα στην Επίδαυρο και δεν μπορούσα να δω παραστάσεις της Επιδαύρου γιατί δούλευα τις ημέρες των παραστάσεων. Εγώ πρώτη φορά πήγα στην Επίδαυρο από την Αθήνα και μάλιστα θέλοντας και μη σαν ηθοποιός! Οπότε το ‘φερε η τύχη και η μοίρα. Και θέλω να πω ότι στην παρέα αυτή, κάποια στιγμή που συζητάμε, ο Χρήστος Βακαλόπουλος μου λέει: »
– Ρε συ Θοδωρή, όλα αυτά που λες είναι υπέροχα λόγια για τραγούδια. Γράψε ένα τραγούδι ωραίο!
« Και έδωσα τους στίχους στον Χρήστο και ο Χρήστος στον Νίκο Ξυδάκη, με τον οποίο ήταν φίλος. Έτσι μπήκε το τραγούδι. Το οφείλω, λοιπόν, στην παρέα. Και για να επιστρέψουμε στο συγκεκριμένο τραγούδι η ηρωίδα του είναι υπαρκτό πρόσωπο. Τώρα την βλέπω καμιά φορά στο Ναύπλιο, είναι πολύ ηλικιωμένη πια, χωρίς να ξέρει βεβαίως ότι το τραγούδι είναι γραμμένο γι’ αυτήν. Και δεν έχω πάρει το θάρρος να της το πω. Αυτή ήταν ανέκαθεν ωραία κι ευγενική, όπως και τα πειράγματα ήταν ευγενικά. Δεν ήταν κάτι χυδαίο. Αυτό το τραγούδι έχει αγαπηθεί από τα παιδιά στο εστιατόριο και από τον σερβιτόρο που ήμουν βοηθός του. Όταν το άκουσε χάρηκε. Όποτε κατέβαινα στο Ναύπλιο και τον έβρισκα, έλεγε «τι ωραία, τι ωραία! Που να φανταστώ ότι είχες τέτοια πράγματα εσύ!». Ήμουν τυχερός που συνεργάστηκα με τον Νίκο Ξυδάκη, γιατί είχε κάνει σημαντικά πράγματα και πριν, με τον σπουδαίο Ρασούλη αν θυμάστε.»
ΠΗΓΕΣ: www.kavalapost.gr, www.tovima.gr, www.discogs.com, www.themachine.com.cy, www.musicheaven.gr,
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν