ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΞΕΒΑΝΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ,
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΛΑΜΠΑΣΗΣ
Σ’ ΑΓΑΠΑΩ Μ’ ΑΚΟΥΣ
Στίχοι: Θεόδωρος Άγγελος
Μουσική: Νίκος Μπαξεβάνης
Ερμηνεία: Γιώργος Σαλαμπάσης
Vinyl, 7″ ” Σ’ αγαπάω μ’ ακούς ” 1982
LP, Album ” Παράπονο ” 1982
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΛΑΜΠΑΣΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΞΕΒΑΝΗΣ
Σ’ ΑΓΑΠΑΩ Μ’ ΑΚΟΥΣ
Κλαίνε τα μάτια μου
κι είναι τα βράδια μου
φωτιά που με καίνε.
Πιοτό στο ποτήρι μου,
και τα δυο χείλη μου
φωνάζουν και λένε:
Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς,
σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπάω σου λέω.
Είμαι μόνος, μ’ ακούς,
είμαι μόνος, μ’ ακούς;
Σ’ έχω ανάγκη, πεθαίνω.
Έχω στα στήθια μου,
μα την αλήθεια μου,
καρφί που πονάει.
Είσαι στη σκέψη μου
και κάθε λέξη μου
για σένα μιλάει.
Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς,
σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπάω σου λέω.
Είμαι μόνος, μ’ ακούς,
είμαι μόνος, μ’ ακούς;
Σ’ έχω ανάγκη, πεθαίνω.
Vinyl, 7″ ” Σ’ αγαπάω μ’ ακούς ” 1982
Πρώτη ηχογράφηση σε δισκάκι 45 στροφών
LP, Album ” Παράπονο ” 1982
Ο τραγουδιστής Γιώργος Σαλαμπάσης γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1952 στο Κουβούκλιο Σερρών. Εμφανίστηκε πρώτη φορά μπροστά στο κοινά στην ηλικία των 15 ετών σε μια πλατφόρμα του τρακτέρ και αργότερα σε τοπικά πανηγύρια και κάποια μικρά νυχτερινά μαγαζιά. Σπούδασε στη Σχολή Έργων Μηχανολόγων Μηχανοδηγών. Η επιτυχία ήρθε “ξαφνικά” με τη χρυσή επιτυχία “Σ΄αγαπάω μ΄ακούς” χωρίς όμως ο Σαλαμπάσης να έχει ανάλογη συνέχεια αν και έκανε και άλλους προσωπικούς δίσκους. Ο Γιώργος Σαλαμπάσης μεσουρανούσε στη δεκαετία του ’80 με το ένα και μοναδικό τραγούδι του “Σ’ αγαπάω μ’ ακούς” που έκανε μεγάλη επιτυχία και έγινε ” Χρυσός ” στις πωλήσεις.
Συγκεκριμένα το 1982 όλη Ελλάδα… καψουρεύεται με το “Σ’ αγαπάω μ’ ακούς” που γνώρισε τεράστια επιτυχία, γίνεται σουξέ, σλόγκαν και ο τραγουδιστής του σούπερ σταρ! Ο Γιώργος Σαλαμπάσης, αν και ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία μετά το 1970, έγινε γνωστός με το τραγούδι Σ’ αγαπάω μ΄ακούς; και έζησε μεγάλες στιγμές αποθέωσης κι αγάπης από το κοινό της εποχής. Αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση καλλιτέχνη με μόνο μία επιτυχία που έκανε τρελες πωλήσεις όταν κυκλοφόρησε αλλά κατηγορήθηκε πολύ από τους “κουλτουριάρηδες εκείνης της εποχής” κυρίως για τους στίχους. Το αστείο είναι ότι οι «έντεχνοι» απέρριπταν αυτό το τραγούδι, χαρακτηρίζοντας απλοϊκούς(!) τους στίχους του, αγνοώντας, προφανώς, την προέλευσήτους.Στίχους που… εμπνεύστηκε(;) από τον Ελύτη o στιχουργός Θεόδωρος Άγγελος.
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει – ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996) (Απόσπασμα από το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ – Κεφ. Ι – IV, Σελ.11-19)
Αυτή είναι η ιστορία του «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς»
«Είμαι πλέον στην Αθήνα και τραγουδάω, σ’ ένα μαγαζί που το γεμίζω μόνος μου. Μου άρεσε ο Πάριος και έλεγα καλά τα τραγούδια του. Ένα βράδυ, λοιπόν, έχω δημιουργήσει ατμόσφαιρα με χαμηλό φωτισμό πάνω στην πίστα και τραγουδώ το «Λυπήσου με», ένα τραγούδι του Γιάννη Πάριου που ακόμα και σήμερα, όταν το λέω, δακρύζω, τα δίνω όλα. Σηκώνεται ένα ζευγάρι να χορέψει, αλλά αυτό δεν το είχα υπολογίσει τραγουδώντας το συγκεκριμένο κομμάτι… Τσαντίζομαι, κάτι που σπάνια μου συμβαίνει, γυρνάω στην ορχήστρα και λέω: «Κόφτε το». Και μπαίνω στα καμαρίνια. Τότε έρχεται ένας κύριος (σ.σ.: ο Θεόδωρος Αγγελος) να μου ζητήσει τον λόγο και πάνω στη συζήτηση μου λέει ότι γράφει στίχους. Την επόμενη μέρα μού έφερε στο σπίτι το «Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς» και μου άρεσε. Το έστειλα στον σύνθετη Νίκο Μπαξεβάνη, που έγραψε τη μουσική. Ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής, πριν ακόμη κυκλοφορήσει το κομμάτι, μου είπε: «Τώρα θα σου κάνω τον χρυσό δίσκο». Και έγινε χρυσός» εξήγησε στην espresso
«Από την αρχή όταν έγινε αυτό το τραγούδι και παρατηρούσα τις υπερβολικές αντιδράσεις θαυμασμού, άρχισα να φοβάμαι την έπαρση και να αναρωτιέμαι ποιος είμαι, τι είμαι, τι έγινα, κάποια στιγμή με θεωρούσαν ότι κάτι έγινα, δεν έγινα όμως τίποτα, ήμουν ίδιος και πιο κάτω από τους άλλους, ήταν ένα περίεργο συναίσθημα. Πολλά πράγματα γίνονται και θεωρούμε τους ανθρώπους ότι μετατράπηκαν σε κάτι μεγάλο, όμως όλοι ίδιοι είμαστε. Μετά την επιτυχία πήγα στο Άγιο Όρος για να ησυχάσω ». είπε σε άλλη συνέντευξη του
Στη συνέντευξή του στην Espresso (17-03-2018) στην Τεριάννα Παππά μιλάει για όλα
Για τα παιδικά του χρόνια: « Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό κοντά στις Σέρρες, το οποίο λατρεύω. Οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες. Πήγα στο χωριό του παππού μου δύο φορές και έκλαιγα. Μου μίλαγε για την πατρίδα και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Αυτά πέρασαν στην καρδιά και στο μυαλό μου, και τα έβγαλα στο τραγούδι. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός και βοηθούσαμε και εμείς στα χωράφια. Ομως με ενοχλούσε η σκόνη και αυτή ήταν η αιτία που έφυγα από το χωριό για να κάνω κάτι άλλο. Σπούδασα μηχανολόγος, αλλά το τραγούδι ήταν στην ψυχή μου από παιδί. Αλλωστε, και οι γονείς μου τραγουδούσαν. Ο μπαμπάς έψελνε κιόλας. Σε κάποια πανηγύρια του χωριού, που πήγαινα με τον θείο μου όταν ήμουν παιδί. Τα πανηγύρια του χωριού είναι η ωραιότερη έκφραση γλεντιού στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και όσες φορές με καλούν στα πανηγύρια στην περιφέρεια πηγαίνω με χαρά. Θυμάμαι το χωριό μου έτσι και έρχομαι πιο κοντά στα παιδικά μου χρόνια. Μπορεί μια γριούλα να κάθεται μέχρι το τέλος του γλεντιού για να με δει και εγώ πηγαίνω να τη φιλήσω, γιατί μου θυμίζει τη μάνα μου, τη γιαγιά μου και μέσα από αυτές τις αναμνήσεις ζω.»
Για την απόφασή του να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι:
« Τελείωσα μηχανολόγος και είπα στον θείο μου, που έπαιζε μπουζούκι, ότι δεν θα συνεχίσω με το τραγούδι και θα ασχοληθώ με αυτό που έχω σπουδάσει. Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη να δουλεύω πάνω στο αντικείμενό μου. Ο θείος μου με παρακάλεσε να μπω στο τραγούδι, αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος. Μια μέρα με ικέτεψε και πήγα στις Σέρρες να τραγουδήσω για τελευταία φορά. Μάλιστα, θυμάμαι σαν τώρα τι μου είχε συμβεί στην πορεία… Μπήκα στο τρένο, όπου γνώρισα και φλέρταρα μια κοπελίτσα, και ξέχασα να κατέβω στις Σέρρες. Πανικόβλητος, πήγα στον μηχανοδηγό και του είπα: «Πρέπει να τραγουδήσω». Τότε εκείνος, διαπιστώνοντας την απελπισία μου, συνεννοήθηκε με τον οδηγό της αμαξοστοιχίας που κινούνταν αντίθετα και στο αντάμωμα επιβιβάστηκα στο τρένο με κατεύθυνση τις Σέρρες. Βρέθηκα, λοιπόν, σε ένα πολύ ωραίο κέντρο, με ωραίο περιβάλλον και όμορφα κορίτσια, και ενθουσιάστηκα. Τότε έπαιρνα από τη δουλειά μου 70 δραχμές και εκείνο το πρωί ο θείος μου μου είπε ότι ως τραγουδιστής θα πάρω 600 δραχμές! Εν έτει 1970! Δελεάστηκα από τα όμορφα κορίτσια, το όμορφο ντύσιμό μου, το μεροκάματο, παράτησα την άλλη δουλειά και έγινα τραγουδιστής ».
Αν έχει ζήσει και ακραίες εκδηλώσεις θαυμασμού:
« Τα λουλούδια και τα γράμματα ήταν κάτι φυσικό για εκείνη την εποχή. Θυμάμαι, είχα πάει να τραγουδήσω στην Αγγλία και αναγκάστηκε να επέμβει η αστυνομία για να μπορέσω να περάσω, γιατί ο κόσμος πήγε να με… πνίξει! Αυτό έγινε και στο Ακρον του Μπουρνέλη, και ήταν ασύλληπτο. Ομως, το περιστατικό που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου ήταν όταν βρέθηκα στην Πρέβεζα για να τραγουδήσω και την επομένη πήρα ταξί για να επιστρέψω στην Αθήνα, γιατί δεν είχε αεροπλάνο. Λέω, λοιπόν, στον ταξιτζή να κάνει μια βόλτα, για να δω την πόλη πριν φύγω, και κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε έναν αδιέξοδο δρόμο. Συμπτωματικά, εκεί βρισκόταν και ένα γυμνάσιο που είχε πάει εκδρομή. Τότε ο κόσμος με γνώριζε από την τηλεόραση. Μόλις, λοιπόν, με είδαν τα κορίτσια, άρχισαν να φωνάζουν και αναγκάστηκα να βγω από το ταξί για να δώσω αυτόγραφα. Βγάζω το μισό πόδι μου από το αυτοκίνητο, αλλά τα κορίτσια πίεσαν τόσο πολύ την πόρτα που πήγα να σκάσω. Από θαύμα σώθηκα ».
Σήμερα η ζωή του διαμορφώνεται με απλότητα επαγγελματικά και οικογενειακά. Έχοντας ζήσει το παραμύθι της ζωής του, ο σεμνός τραγουδιστής, χορτασμένος από τη δημοσιότητα, επέστρεψε στα… γήινα, δίπλα στις γυναίκες της ζωής του, τη Δέσποινα τη σύζυγό του και τη Χριστιάνα την κορούλα τους.
Τα τελευταία χρόνια έχει περιορίσει τις εμφανίσεις του, τραγουδά σε μικρές οικογενειακές ταβέρνες και εκεί που μπορεί κανείς να τον δει σίγουρα, είναι η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στη Γλυφάδα, που ψέλνει τις Κυριακές.
Ακουστηκε στην κωμικη ταινια ”Χίλια κυβικά τρέλλα” (1982-’83) .Επαιζαν οι Μίμης Φωτόπουλος , Γιάννης Μιχαλόπουλος , Μπέτυ Μοσχονά , Θάλεια Παπάζογλου , Έφη Οικονομάκη , Γιάννης Μπουρνέλης. Υπόθεση: Ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός δουλεύει παράλληλα και στο καφενείο, που διατηρεί μαζί με τη γυναίκα του. Αποφασίζει να πουλήσει το καφενείο για να αγοράσει μια μοτοσικλέτα, αλλά η γυναίκα του διαφωνεί και μετατρέπει το καφενείο σε χώρο συγκέντρωσης των γυναικών της πολυκατοικίας. Ο άνδρας της και οι φίλοι του μεταμφιέζονται σε γυναίκες και μπαίνουν στο καφενείο, όταν αποκαλύπτονται όμως καταλήγουν στο κρατητήριο…ΠΗΓΕΣ: www.oxafies.com, www.discogs.com, www.gossip-tv.gr, https://cosmopoliti.com, https://mousikovlog.blogspot.com, https://www.sport-fm.gr, www.ogdoo.gr
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν