ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ) – ΤΟ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ – Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ
ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ (ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑ)
Στίχοι: Δημήτρης Γκόγκος
Μουσική: Δημήτρης Γκόγκος
Πρώτη εκτέλεση: Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης
Shellac, 10″, 78 RPM “Θα Κλέψω Μια Μελαχροινή / Εσύ Τα Φταις ” 1938
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ)
ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ:: ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ, ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ 1938
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΜΑΙΡΗ ΛΙΝΤΑ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (ορχηστρικό)
Vinyl, LP, Album “ Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη ” 1962
ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ (ΑΠΟ ΒΡΑΔΥΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑ)
Αποβραδίς ξεκίνησα
Μ’ ένα παλιό μου φίλο
για το Χατζηκυριάκειο
Και για τον Άγιο Νείλο
Που έχει ρετσίνα δροσερή
Και όμορφα κορίτσια
Μόνο που σε τρελαίνουνε
Με ναζια και καπρίτσια
Έχει και μια μελαχρινή
Που είναι όλο νάζι
Πρώτα με κέρναγε φιλιά
Και τώρα δεν την νοιάζει
Και κάθε βράδυ καρτερώ
Μπροστά μου να περάσει
Και αν δεν την κλέψω μια βραδιά
Ο κόσμος θα χαλάσει
Shellac, 10″, 78 RPM “Θα κλέψω μια μελαχροινή / Εσύ τα φταις ” 1938
ΘΑ ΚΛΕΨΩ ΜΙΑ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΗ – ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ – ΑΠΟ ΒΡΑΔΥΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑ
ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΤΊΤΛΟΥΣ: Ο τίτλος της πρώτης δισκογράφησης το 1938 ήταν “ΘΑ ΚΛΕΨΩ ΜΙΑ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΗ” με ερμηνευτές το Στράτο (Παγιουμτζή) και τον Στελλάκη (Περπινιάδη). Το τραγούδι στις επόμενες δισκογραφίες είχε τον τίτλο “ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ” και “ΑΠΟ ΒΡΑΔΥΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑ ”
Ο Μπαγιαντέρας σε νεαρή ηλικία, μέλος ρεμπέτικης κομπανίας
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ) (βιογραφικό)
Σπουδαίος συνθέτης, οργανοπαίχτης και ερμηνευτής, από τους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου τραγουδιού και από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας. Εκτός από κορυφαίος δημιουργός, υπήρξε άνθρωπος με όμορφη ψυχή και περίσσευμα αξιοπρέπειας και γενναιότητας, τρυφερός, βαθιά ευαίσθητος και συνάμα ακατάβλητος αγωνιστής, με σπάνιο χαρακτήρα.
Καταγόταν από τον Πόρο. Ο πατέρας του Γιάννης Γκόγκος, ήταν Ποριώτης, και η μητέρα του Αγγελική από την Ύδρα. Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903. Φοίτησε στο δημοτικό και όταν το τελείωσε συνέχισε και πήρε το πτυχίο του καθιερωμένου, τότε, τετρατάξιου Γυμνασίου. Μετά απέκτησε πτυχίο ηλεκτρολόγου. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του από 17 ετών επιδόθηκε στο μπουζούκι, με μεγάλη επιτυχία. Επαιζε επίσης μαντολίνο, κιθάρα και βιολί!..Από μικρός ήταν ατίθασος χαρακτήρας. Αν και μικρός το δέμας δεν του έλειπε το τσαγανό. Ασχολήθηκε με τη γυμναστική και την ελληνορωμαϊκή πάλη και ως παλαιστής πήρε μέρος και σε αγώνες. Όσο μπόι του λείπει τόση καρδιά είχε, έλεγαν αυτοί που τον γνώρισαν.
Αν και ήρθε από πολύ μικρός σε επαφή με τα μουσικά όργανα, το μπουζούκι άργησε να το πιάσει στα χέρια του. Μέχρι το 1920 ασχολείται με το μαντολίνο και την κιθάρα, παίζοντας που και που με τις μαντολινάτες του Πειραιά σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, ενώ δουλεύει γκαρσόνι σε μια ταβέρνα για να βγαίνει το χαρτζιλίκι. Στην ταβέρνα μια κομπανία έπαιζε ρεμπέτικα. Ο Δημήτρης όταν έλειπαν οι οργανοπαίχτες ξεκρέμασε απ’ τον τοίχο το μπουζούκι κι έπαιζε στα κρυφά. Το μπουζούκι, όπως έχει πει, «θεωρούνταν τότε πρόστυχο όργανο». Μέχρι το 1923 που αρχίζει να ασχολείται συστηματικά με το μπουζούκι (το μαθαίνει μόνος του και παίζει όλα τα είδη) έχει μάθει μπαγλαμά και βιολί. Την περίοδο 1923-24 συνήθιζε να παίζει το σουξέ της εποχής «Ω, Μπαγιαντέρα», απ’ την ομώνυμη οπερέτα του Έριχ Κάλμαν. Το 1925 θα το διασκευάσει για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο και τότε θ’ αποκτήσει το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας, με το οποίο θα τον γνωρίσουν όλοι.
Λίγο πριν από τη δεκαετία του ’30 άρχισε να τριγυρνάει στα Πειραιώτικα στέκια, όπου σύχναζε ο εργατόκοσμος του λιμανιού. Έτσι απέκτησε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη.
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας με την οικογένειά του
Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού». Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο για την αγαπημένη του Δέσποινα Αραμπατζόγλου, εργάτρια στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου, που είχε έρθει στον Πειραιά το 1922 προσφυγοπούλα απ’ τη Σμύρνη. Με τη Δέσποινα Αραμπατζόγλου θα παντρευτούν αργότερα και θα φέρουν στον κόσμο τρία παιδιά. Είναι η γυναίκα που θα μοιραστεί μαζί του όλες τις δυσκολίες, τις πίκρες και τις χαρές της κοινής τους ζωής και θα σταθεί δίπλα του μέχρι το τέλος. Ο Μπαγιαντέρας λάτρευε τη Δέσποινα και τη χαρακτήριζε μούσα του. Γι’ αυτή είχε γράψει πολλά τραγούδια, ένα απ’ αυτά ήταν το πασίγνωστο «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει».
Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ο Μπαγιαντέρας βρίσκεται στο αλβανικό μέτωπο. Εκεί θα γράψει τα πρώτα του αντάρτικα τραγούδια: «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι συντροφιά έχω τη λόγχη» (οι Κένταυροι ήταν μια επίλεκτη θωρακισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα στο Καλπάκι) και «Στης Πίνδου τα βουνά, ψηλά βουνά κι απάτητα».
Τα χρόνια της Κατοχής είναι πιο δύσκολα για τον τυφλό Μπαγιαντέρα. Λόγω αβιταμίνωσης τυφλώθηκε το 1941 και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε, και από τότε θα παραμείνει τυφλός ως το τέλος της ζωής του. Ο ίδιος αφηγείται περιγράφοντας πώς έχασε το φως του: «Δούλευα στου “Δασκαλάκη”, στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βασιστούν πια σε μένα. Έκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιούργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη. Άρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κάπως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα, στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ’ ότι είχα χάσει το φως μου. Αλλά ήρθε μετά η Κατοχή».
Εντάσσεται από τους πρώτους στην Αντίσταση και δίνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτό που μπορεί και ξέρει να κάνει καλά. Με το τραγούδι του θα εμψυχώνει και θα ενθαρρύνει τους αγωνιστές, υπηρετώντας τη λευτεριά για την οποία έλεγε ότι «είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών μου». Για να επιζήσει γυρίζει στα συσσίτια και τραγουδάει στα καφενεία και στα παλιά πειραιώτικα στέκια του τα ρεμπέτικα τραγούδια του που γνωρίζει και αγαπά ο κόσμος που τον βοηθά, αλλά και τα αντάρτικα κι άλλα επαναστατικά της εποχής. Αποτέλεσμα να συλληφθεί και κακοποιηθεί πολλές φορές από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους.
Η μικρή Έλλη Γκόγκου στο πλευρό του πατέρα της, Μπαγιαντέρα. Υπήρξε τα μάτια και το στήριγμα του…
Μετά την Κατοχή εξακολουθεί να περνάει δύσκολες στιγμές, ζώντας ξεχασμένος από τους περισσότερους συναδέλφους του κι από όσους έβγαλαν λεφτά από τα τραγούδια του, μα όχι από τον απλό κόσμο, τον εργατόκοσμο των συνοικιών που τον αγαπούσε και τον αντιμετώπιζε με ζεστασιά. Θα ζήσει πολύ φτωχικά με την οικογένειά του, στην Καλλιθέα, και θα γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα με το μπουζούκι στα χέρια, έχοντας δίπλα του την μικρή Έλλη, την κόρη του, που από παιδί γίνεται τα μάτια και το στήριγμά του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, επανεκτελούνται μερικές από τις παλιές του επιτυχίες από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και άλλους νεώτερους τραγουδιστές, γεγονός που τον εμψυχώνει, του δίνει κουράγιο και τον ανακουφίζει κάπως οικονομικά. Τον Μάη του 1972, επανεμφανίστηκε σε μια τιμητική βραδιά στις «Χάντρες» του Σπύρου Κουρουγενη, στην Πλάκα και σε δύο συναυλίες με δικά του τραγούδια, στο θέατρο «Διάνα» και στον κινηματογράφο της Καλλίπολης «Γαρδένια», που οργάνωσε το Ελληνικό Κέντρο Γραμμάτων (Ε.Κ.Γ). Τον χειμώνα του 1972, ανταποκρινόμενος με εφηβικό ενθουσιασμό στην πρόταση του Τάσου Σχορέλη να παρουσιάσουν γνήσιο ρεμπέτικο και σμυρνέικο τραγούδι, εμφανίστηκε μαζί με άλλους βάρδους ρεμπέτες σε κέντρο της Πλάκας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με την αγαπημένη του σύζυγο Δέσποινα. Στις αρχές του Οκτώβρη του 1985 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και μπήκε στο νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”. Έγινε καλά, συνήλθε και επέστρεψε στο σπίτι του. Δυστυχώς, όμως, στις 24 του ίδιου μήνα μπήκε πάλι στο νοσοκομείο, γιατί έπαθε ουρολοίμωξη, και στη συνέχεια προσβλήθηκε από λοίμωξη του αναπνευστικού. Σιγά–σιγά έχασε την επαφή του με το περιβάλλον.
Ο ευαίσθητος υμνητής του Έρωτα και της Αντίστασης, ο λεοντόκαρδος Μπαγιαντέρας, έφυγε απ’ τον μάταιο αυτό κόσμο στις 18 του Νοέμβρη του 1985. Κοντά του, τις τελευταίες του στιγμές, ήταν η κόρη του Έλλη Μαργαρίτη, που του συμπαραστάθηκε σ’ όλη του τη ζωή (ενώ η άλλη του κόρη απουσίαζε στο Σικάγο, όπου και ζει μόνιμα), καθώς και ο γιος του που ακολούθησε το ίδιο επάγγελμα και έγινε μουσικός.
Ο Δημήτρης Γκόγκος με τον νεαρό Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι
Μεταξύ 1936 και 1940 διαμορφώνει ένα δικό του στυλ, εντελώς προσωπικό, που τον διέκρινε, και στρέφεται στις ερωτικές λαϊκές καντάδες, χρησιμοποιώντας τις μυθικές φωνές του Στράτου Παγιουμτζή, του Στελλάκη Περπινιάδη, τη δική του (που ήταν μελωδικότατη) και του νεαρού Μανώλη Χιώτη (που παίζει στους δίσκους του Μπαγιαντέρα και εκπληκτικό τρίχορδο), δημιουργώντας έτσι μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα τραγούδια όλων των εποχών, όπως: Το «Χατζηκυριάκειο (Από βραδύς ξεκίνησα ή Θα κλέψω μια μελαχρινή)» (1937), με τον Στράτο Παγιουμτζή και μπουζούκια τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη. Το «Μ’ έχεις μαγεμένο (Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει)» (1940), με τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη και λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια, κιθάρα και μπαγλαμά. Η φωνή του Μπαγιαντέρα στο τραγούδι αυτό θυμίζει τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή. Το «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη (Το τραγούδι της αγάπης)» (1940), με τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη. Παίζει λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μ. Χιώτης και Μπαγιαντέρας) και συνοδεύουν κιθάρα και μπαγλαμάς. Το «Μάτια γλυκά και γαλανά» (1940), κι αυτό με το δίδυμο Μπαγιαντέρα – Χιώτη, με συνοδεία δυο μπουζούκια (Χιώτης και Μπαγιαντέρας), κιθάρα και μπαγλαμά. Το «Όμορφη Σμυρνιά» (1938;), με το ανεπανάληπτο ντουέτο Στράτος – Στελλάκης. Όλα τους τραγουδάρες, το ένα καλύτερο από το άλλο. Έτσι, ο Μπαγιαντέρας, με την αξία του γίνεται ένα από τα επίλεκτα μέλη της «κλασικής σχολής του ρεμπέτικου», δηλαδή της μεγάλης πειραιώτικης οικογένειας των κλασικών ρεμπετών, που περιλαμβάνει τους προπολεμικούς δημιουργούς, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές Μ. Βαμβακάρη, Γ. Μπάτη, Α. Δελιά, Σ. Παγιουμτζή, Σ. Κερομύτη, Απ. Χατζηχρήστο, Γ. Παπαϊωάννου και Μ. Γενίτσαρη. Από κοντά και τους Β. Τσιτσάνη και Μ. Χιώτη.
Ο Μήτσος Γκόγκος έγραψε, προπολεμικά κυρίως, εκπληκτικά τραγούδια που έγιναν πολύ δημοφιλή και τραγουδιούνται ακόμα στα λαϊκά πάλκα (και θα τραγουδιούνται όσο θα υπάρχουν, για πάντα). Στη μουσική και στο στίχο του προσέδωσε ευαισθησία, ρομαντικό χαρακτήρα, γλυκύτητα και ευαισθησία. Η δημιουργία του «Μπαγιαντέρα», χωρίς να είναι μεγάλη σε όγκο, είναι κάτι το ξεχωριστό στο χώρο του ρεμπέτικου. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό κι απρόσμενο το πόση ευαισθησία έκρυβε μέσα του. Στα εξήντα περίπου χρόνια της καλλιτεχνικής του ζωής, ο μπάρμπα-Μήτσος έγραψε τουλάχιστον 130 τραγούδια, τα περισσότερα όμως είναι σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοινό. Κάποια από αυτά, γύρω στα 30-40, παρέμειναν ανέκδοτα, κλεισμένα στα συρτάρια του, κυρίως λόγω της μεταπολεμικής αυστηρότερης λογοκρισίας.Σίγουρα του ανήκει δόξα και τιμή και η παρουσία του στο «πάνθεον των αθανάτων», ανάμεσα στους μεγαλύτερους και καλύτερους λαϊκούς δημιουργούς, είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη.
Το σίγουρο είναι ότι ο Μπαγιαντέρας υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους λαϊκούς δημιουργούς, τα έργα του οποίου τραγουδιούνται μέχρι σήμερα και θα τραγουδιούνται για πολλά χρόνια…!!!!!!
Στη φωτογραφία του εξωφύλλου εικονίζεται ο Μπαγιαντέρας στην αυλή του σπιτιού του στον Άγιο Ιερόθεο το 1976 και προέρχεται από το αρχείο του Κώστα Χατζηδουλή
«ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ Δημήτρης Γκόγκος / Προπολεμική περίοδος»
Ένα βιβλίο που εστιάζει στην προπολεμική περίοδο ενός ξεχωριστού λαϊκού δημιουργού
Συγγραφέας του βιβλίου «ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ Δημήτρης Γκόγκος / Προπολεμική περίοδος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος», είναι ο Ανέστης Μπαρμπάτσης. Τον πρόλογο του βιβλίου υπογράφει ο Κώστας Βλησίδης. Η έρευνα του προπολεμικού έργου του Μπαγιαντέρα (1934-1940) αποτελεί μέρος της διδακτορικής διατριβής του Ανέστη Μπαρμπάτση («Το δημοσιευμένο και αδημοσίευτο μουσική έργο του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα. Από το 1934 ως το 1983 πέρασαν στη δισκογραφία εβδομήντα τραγούδια του Μπαγιαντέρα. Η τύφλωση που παρουσιάστηκε το 1941, ενώ έπαιζε στο πάλκο, στάθηκε ανασταλτικός παράγοντας στη δημιουργία του. Τα δύο τελευταία τραγούδια του – όσο ο συνθέτης ήταν εν ζωή – ηχογραφήθηκαν το 1983 από την Ελένη Γεράνη και συμπεριλήφθηκαν στον μοναδικό προσωπικό της δίσκο με τίτλο «Ρεμπέτικη Ανθολογία Νο 1». Το έργο του συμπληρώνεται από μια σειρά τραγουδιών που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, από το 1990 μέχρι το 2008, (κάποια από αυτά με τη φωνή του Μανώλη Λιδάκη), ενώ αρκετά τραγούδια του Μπαγιαντέρα παραμένουν μέχρι σήμερα ανέκδοτα.
Η πρώτη εκκλησία του Αγίου Νείλου
ΑΓΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (Ο ΜΥΡΟΒΛΎΤΗΣ)
Ο Άγιος Νείλος είναι μέρος της συνοικίας της Καλλίπολης στην πόλη του Πειραιά και βρίσκεται στα όρια της Καλλίπολης με την συνοικία των Υδραίικων
Η αλλοτινή συνοικία των Υδραίικων, από την δημιουργία της, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’20, κάλυπτε τις θρησκευτικές της ανάγκες, στον λαμπρό Ναό του Αγίου Νικολάου. Όμως με την πάροδο των ετών και την άφιξη νέων κατοίκων, προσφύγων κυρίως μετά το 1922, οι ενοριακές ανάγκες πλήθαιναν διαρκώς και δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τον ήδη υπάρχοντα ναό, καθώς νέες προσφυγικές συνοικίες ιδρύονταν εκεί που άλλοτε υπήρχε μόνο χέρσα γη και ελάχιστες οικίες. Έτσι το 1928 συνεστήθη μία “Αδελφότητα Κυριών” υπό την Προεδρία της κυρίας Ελένης Μαμάη το γένος Λυμπέρη. Η Μαμάη κατοικούσε στον Πειραιά αλλά είχε καταγωγή από τον Άγιο Πέτρο της Κυνουρίας, περιοχή που αποτέλεσε και την ιδιαίτερη πατρίδα του Οσίου Νείλου του Μυροβλήτου. Άλλωστε στην Κυνουρία στη Μονή Παναγίας Μαλεβής φυλάσσεται σήμερα και τμήμα του λειψάνου του Αγίου, ενώ η κάρα του και τα άμφια βρίσκονται στο Άγιο Όρος όπου ασκήτευσε.
Ο ναός του Αγίου Νείλου στην Καλλίπολη είναι ο μοναδικός ναός αφιερωμένος στον συγκεκριμένο άγιο με καταγωγή από την Κυνουρία, ο οποίος είχε ζήσει σαν ασκητής στο Άγιο Όρος και μετά τον θάνατο του τα οστά του ανέβλυζαν μύρο. Σε αυτόν τον ναό υπάρχει μέρος των λειψάνων του, ενώ τα υπόλοιπα έχουν μεταφερθεί στο Άγιο Όρος. Με πρωτοβουλία λοιπόν της κ. Μαμάη ιδρύθηκε σύλλογος, που σκοπό είχε την ανέγερση ενός νέου ναού προς τιμήν του Αγίου Νείλου στην περιοχή του Χατζηκυριακείου. Η “αδελφότητα” αυτή έφερε την ονομασία “Αδελφότης των Κυριών, Άγιος Νείλος ο Μυροβλύτης”.
Ο ιερός ναός του Αγίου Νείλου σήμερα
Ο ναός βρίσκεται μεταξύ των οδών Γεωργίου Θεοτόκη, Ηροδότου, Αντωνίου Θεοχάρη και Σπυρίδωνος Τρικούπη που χτίστηκε το 1928 με πρωτοβουλία της Ελένης Μαμάη ως μία μικρή εκκλησία, η οποία άρχισε να ανοικοδομείται στη σημερινή της μορφή από το 1956. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν τον Νοέμβριο του 1973 και τότε έγιναν τα εγκαίνια του ομώνυμου επιβλητικού ναού. Η περιοχή αυτή είναι γνωστή και ως γενέτειρα του ηθοποιού Δημήτρη Παπαμιχαήλ, αλλά και από τους στίχους του τραγουδιού του Μπαγιαντέρα “Αποβραδίς ξεκίνησα / μ’ έναν παλιό μου φίλο / για το Χατζηκυριάκειο / και για τον Άγιο Νείλο”, που ερμήνευσε ο Βασίλης Τσιτσάνης και του λαϊκού σμυρνέικου τραγουδιού Παποράκι “Κάθε νύχτα στ’ όνειρό μου σεργιανάω / Άγιο Νείλο, Κερατσίνι, Κοκκινιά”.
ΤΟ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ
ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Το Ίδρυμα θεμελιώθηκε το 1883 από τη Βασίλισσα Όλγα και ιδρύθηκε το 1889. Ιδρυτές του ήταν ο Σμυρναίος Ιωάννης Χατζηκυριακός και η σύζυγός του Μαριγώ. Ο Ιωάννης Χατζηκυριακός γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1818 από φτωχούς γονείς. Αποδήμησε σε ηλικία δεκαέξι χρονών και ήρθε στη Σύρο για να αποκατασταθεί. Ασχολήθηκε με την κατασκευή και την πώληση ταμπάκου. Στα χρόνια του Όθωνα ήρθε στην Αθήνα και άνοιξε ταμπακοπωλείο στην οδό Αιόλου. Έζησε όλη του τη ζωή λιτά και χωρίς να δείχνει τον πλούτο του. Διέθεσε όλη τη μεγάλη περιουσία του για να συσταθεί και να διατηρηθεί στον Πειραιά «Ορφανοτροφείο Θηλέων Ιωάννου και Μαριγώς Χατζή Κυριακού», γνωστότερο στις μέρες μας ως «Χατζηκυριάκειο». με σκοπό την περίθαλψη ορφανών και απόρων κοριτσιών. Την σκέψη του αυτή την αναφέρει άλλωστε ο ίδιος στην διαθήκη του. Το όνειρο αυτό έγινε πραγματικότητα όταν ο τότε Δήμαρχος Πειραιά Τρύφων Μουτζόπουλος παραχώρησε την έκταση των 35 στρεμμάτων, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για το σκοπό αυτό. Ο ίδιος και η γυναίκα του προτίμησαν να γίνουν επιστάτες του ιδρύματος μέχρι να πεθάνουν. Δώριζαν επίσης σε κάθε απόφοιτο κοριτσάκι και 2.000 δραχμές ως υλική βοήθεια για να ξεκινήσουν τη ζωή τους. Ο Ιωάννης Χατζηκυριακός ήταν ανιψιός της Ελένης Τζαννή, την οποία έχει πείσει στο μεταξύ να ιδρύσει ένα Ορφανοτροφείο Αρρένων (το Τζάνειο).
“Το Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας είναι από τα παλαιότερα στην Ελλάδα. φροντίδα και συναισθηματική υποστήριξη, εξαιρετικές εκπαιδευτικές δυνατότητες και τα απαραίτητα εφόδια για την πρόοδό τους ως ενήλικες σε μια σύγχρονη κοινωνία. Το “Χατζηκυριάκειο”, οργανισμός με πολυποίκιλη δραστηριότητα στον τομέα της Παιδικής Προστασίας, στοχεύει αφενός στη συνεχή βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του προς τα παιδιά που διαβιώνουν σ’ αυτό και αφ’ ετέρου στην οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του, που θα εξασφαλίσουν την ύπαρξή του και στο μέλλον ώστε να συνεχιστεί η παροχή υπηρεσιών στον τομέα “Παιδική Προστασία”, όποια μορφή κι αν πάρει αυτή.
ΠΗΓΕΣ https://stixoi.info, https://www.ogdoo.gr, http://pireorama.blogspot.com, https://el.wikipedia.org/wiki, https://el.wikipedia.org, www.katiousa.gr, https://mpouzoukimpouzouksides.blogspot.com
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ τα χρόνια περνούν τα τραγούδια ταξιδεύουν