ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΤΣΑΚΑΛΟΣ
ΤΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙ ΑΥΡΙΟ ΤΙ ΤΩΡΑ
Στίχοι: Γεράσιμος Τσάκαλος
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Βασίλης Τσιτσάνης & Μαρίκα Νίνου
78ρης στην Odeon GA 7765 (Gο-4913)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΜΑΡΙΚΑ ΝΙΝΟΥ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
ΤΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙ ΑΥΡΙΟ ΤΙ ΤΩΡΑ
Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα;
Ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα.
Του χωρισμού μας έφτασε η ώρα,
μπορεί και για τους δυο να ’ναι καλύτερα.
Ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα.
Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα;
Κι αν περιμένουμε τι θα κερδίσουμε;
Αφού η γκρίνια ξέσπασε σαν μπόρα,
στο δρόμο αυτόν κι οι δυο θα δυστυχισουμε.
Κι αν περιμένουμε τι θα κερδίσουμε;
Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα;
Αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε
κι αφού μας πήρε πια η κατηφόρα,
καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε.
Αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε.
78ρης στην Odeon GA 7765 (Gο-4913)
ΤΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙ ΑΥΡΙΟ ΤΙ ΤΩΡΑ
Αυτή είναι η ιστορία ενός μεγάλου και σχετικά άγνωστου, φλογισμένου ερωτικού ειδυλλίου, που σημάδεψε τον κόσμο της ελληνικής μουσικής την δεκαετία του 1950. Ο κρυφός έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη με την «αγαπημένη του» Μαρίκα Νίνου, ενώ και οι δύο ήταν παντρεμένοι και με παιδιά, κατέληξε σε μία παθιασμένη σχέση που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Οι μεγάλοι έρωτες και τα ανεξέλεγκτα πάθη, δεν αναγνωρίζουν τις ανθρώπινες νόρμες. Δεν μπαίνουν σε καλούπια. Είναι από τις φορές που η καρδιά εξεγείρεται, πυρπολεί σκέψεις και συναισθήματα και αγνοεί λογική και μυαλό. Τέτοιοι έρωτες είναι συνήθως οι «παράνομοι» έρωτες, αυτοί που έχουν ημερομηνία λήξης, που είναι αδιέξοδοι, οι ιστορίες των οποίων, στην ολότητά τους, είναι ανείπωτες. Ο μεγάλος ρεμπέτης Βασίλης Τσιτσάνης και η σπουδαία Μαρίκα Νίνου, έζησαν έναν τέτοιο έρωτα. Έναν από αυτούς που έχουν ημερομηνία λήξης.Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, το τέλος αυτού του έρωτα ήταν η αφορμή αλλά και η αιτία για να γραφτεί ένα από τα ωραιότερα ρεμπέτικα τραγούδια. Το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τρόπος του Τσιτσάνη να πει στη Νίνου πως πρέπει να μπει τέλος στην τετράχρονη σχέση τους.
Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η θρυλική ιστορία ενός μεγάλου αλλά και θυελλώδη με έντονες στιγμές έρωτα.
H Μαρίκα Νίνου κάνει το ντεμπούτο της στη σκηνή του «Πίγκαλς». Έπειτα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (εκεί που βρίσκεται σήμερα το Hotel Park), υπήρχε μια κοσμική ταβέρνα που λεγόταν «Φλώριδα». Η Μαρίκα εμφανίζεται εκεί πλέον αφήνοντας πίσω το «Πιγκάλς», μαζί με τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Χατζηχρήστο και τον Γενίτσαρη. Ο Τσιτσάνης εκείνη την εποχή εμφανιζόταν στο μαγαζί του «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών με τη Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή η Σωτηρία Μπέλλου μπλέχτηκε σε καυγά με κάποιους βασιλικούς θαμώνες και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχήμα. Ο Τσιτσάνης τότε ζήτησε την Νίνου από τον Περπινιάδη για να την αντικαταστήσει.
Ο Στελλάκης Περπινιάδης γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Έμεινε κοντά μου επί πέντε συνεχείς μήνες και αφού έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς και όλα τα τραγούδια της εποχής, και επειδή ήταν άριστη στη δουλειά της, ζήτησε αύξηση, γιατί έπαιρνε μόνο 25 δραχμές μεροκάματο, την οποία αύξηση δεν της έδωσαν. Τότε ήρθε και μου είπε ότι τη ζητούν να πάει στου «Τζίμη του Χοντρού», όπου εργαζόταν ο Τσιτσάνης, με μεροκάματο 90 δραχμές. Της είπα να πάει να δουλέψει με τον Τσιτσάνη, όπου όχι μόνο θα έπαιρνε καλό μεροκάματο, αλλά θα την βοηθούσε και ο Βασίλης, που ήταν καλός συνθέτης. Ο Τσιτσάνης την πήρε έτοιμη από μένα στα μυστικά της δουλειάς και στην τεχνική, με την κατάλληλη προετοιμασία και με το καλό υλικό που της ετοίμασε δημιούργησε τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, που όλοι μας γνωρίσαμε».
Ο Τσιτσάνης βέβαια λέει τα πράγματα λίγο διαφορετικά:
«Εγώ τότε δεν την γνώριζα ακόμα. Ήταν σε κάποιο μαγαζί για δουλειά και έβγαινε κι έλεγε κάτι λίγα τραγούδια που ήξερε. Δούλευε αρκετό καιρό εκεί, αλλά χωρίς επιτυχία. Ερχόταν στου «Τζίμη του Χοντρού» και μ’ άκουγε πολλές φορές, και κάποια φορά μού ζήτησε να την πάρω στο μαγαζί. Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ’ άφηνε εποχή. Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου «Τζίμη» γινόταν χαλασμός από τον κόσμο. Η ουρά έφτανε μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα. Κάθε μέρα συζητούσαν για μας τους δυο. Όπου πηγαίναμε, και για έκτακτες εμφανίσεις στα θέατρα, γινόταν το σώσε. Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό, όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω ότι δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη. Όταν τραγουδούσε, κυριολεκτικά καθηλώνει τον κόσμο στα τραπέζια. Ήταν φοβερή. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει στους μαθητές στα θρανία».
Η Μαρίκα έφτασε στου Τζίμη του Χοντρού αφού είχε φύγει η Μπέλλου και πιο επεισοδιακά η Ιωάννα Γεωργακοπούλου όταν η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη διακόπηκε απότομα τον χειμώνα του 1949, και τη θέση της στο πάλκο του «Τζίμη του Χοντρού», δίπλα στον Τσιτσάνη, πήρε η Μαρίκα Νίνου.
Η Νίνου λέγεται ότι πρώτη τραγούδησε όρθια στα ρεμπέτικα πάλκα εκεί γύρω στο 1951. Αλλά το είχε κάνει νωρίτερα η Λίτσα Χάρμα, που τραγούδαγε μόνο όρθια από το 1948 μαζί με τον άντρα της Τόλη Χάρμα. Ο Γιάννης Σταματίου, ο «Σπόρος», λέει στο «Παρασκήνιο»: «Τη γνώρισα στου Τζίμη όρθια, όχι μακριά από το πάλκο, αλλά όρθια. Δεν ήταν όμορφη, αλλά είχε μια δύναμη, είχε τσαχπινιά και αέρα αρτίστας. Όταν τραγουδούσε, δεν έπιανε κανείς πιρούνι»
Ο Τσιτσάνης γράφει το ένα τραγούδι μετά το άλλο για την μούσα του και η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη.Από εκεί και πέρα όλα έγιναν με έναν, σχεδόν, φυσικό τρόπο. Η σχέση πέρασε γρήγορα από το πάλκο στην προσωπική τους ζωή. Παράλληλα, οι δυο τους ζουν έναν δυνατό, «παράνομο» έρωτα. Είναι και οι δυο παντρεμένοι και με παιδιά αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να εκδηλώνονται ακόμα και δημόσια. Ο Τσιτσάνης, λέγεται, πως από την αρχή της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν έχει πρόθεση να διαλύσει την οικογένειά του. Εκείνη φάνηκε να το αποδέχεται, ωστόσο, απαιτούσε να έχει την αποκλειστικότητα στο πάλκο και στην δισκογραφία. Δεν δεχόταν να μοιράζεται τον καλλιτέχνη Τσιτσάνη με καμία άλλη. Ήλπιζε πως έτσι, σταδιακά και με το πέρασμα του χρόνου, θα τον κατακτούσε ολοκληρωτικά. Σε σύντομο χρονικό διάστημα το ντουέτο Τσιτσάνης – Νίνου έκανε τεράστια επιτυχία. Όπου εμφανιζόντουσαν γινόταν το αδιαχώρητο. Όλοι ήθελαν να τους δουν και να διασκεδάσουν μαζί τους. Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδι με την φωνή της Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη, με αποτέλεσμα να γίνουν στις αρχές της δεκαετίας του 50 το δημοφιλέστερο ζευγάρι. Όσο η επιτυχία τους μεγάλωνε και το δέσιμό τους γινόταν πιο έντονο, τόσο πιο προβληματική γινόταν η σχέση τους.
Όσο περνούσε ο καιρός η Νίνου γινόταν και περισσότερο πιεστική. Εν έτη 1953, ωστόσο, τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν συνεχής. Οι συχνοί καβγάδες τους με τον Τσιτσάνη γίνονται αιτία να της δώσουν κι άλλοι συνθέτες εξαιρετικά τραγούδια. Τραγουδά Μητσάκη, Χατζηχρήστο, Χιώτη, Κηρομύτη, Τατασόπουλο και Τζουανάκο, ανάμεσα σε άλλους. Τσιτσάνης και Νίνου τραγουδούν στον Τζίμη τον Χοντρό, αλλά δεν μιλάνε μεταξύ τους. Είναι ένα ζευγάρι που θέλει να ακούσει ο κόσμος να τραγουδούν μαζί, αλλά οι ίδιοι μεταξύ τους δεν τα πάνε καθόλου καλά.
Λίγο καιρό αργότερα, ο καρκίνος «χτύπησε» την πόρτα της σπουδαίας ερμηνεύτριας. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστέκεται όσο μπορεί και την πηγαίνει στους κορυφαίους γιατρούς της χώρας. Κάποιοι από αυτούς της συστήνουν θεραπεία στην Αμερική και εκείνη προτείνει στον Τσιτσάνη να πάνε μαζί ώστε να συνδυάσουν την θεραπεία μαζί με μια περιοδεία. Εκείνος είναι αρχικά αρνητικός και στη συνέχεια όταν μαθαίνει πως η γυναίκα του είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους είναι κάθετος πως δεν πρόκειται να πάει μαζί της. Το ζευγάρι τσακώνεται άσχημα και η σχέση τους βρίσκεται πλέον ένα «βήμα» πριν το τέλος.
Το 1954 δεν είχε απομείνει τίποτα από εκείνον τον σπουδαίο αλλά και θυελλώδη με έντονες στιγμές έρωτα. Λίγο προτού φύγει η Νίνου για την Αμερική ο Τσιτσάνης της ζητάει να ηχογραφήσει (τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς) ένα τραγούδι. Εκείνη πηγαίνει στο στούντιο χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διαβάζει συνειδητοποιεί πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει. Η Νίνου δεν άντεξε. Λύγισε αλλά επειδή ήταν περήφανος άνθρωπος έφυγε από το στούντιο για να μην την δουν να κλαίει. Επέστρεψε λίγη ώρα αργότερα και τραγούδησε το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», μόνο μια φορά. Το είπε τέλεια. Είναι αυτό που τελικά ηχογραφήθηκε. Λένε πως αν προσέξει κάποιος καλά την ερμηνεία της υπάρχουν φορές που η φωνή της έχει ένα φυσικό λυγμό.
Λίγο καιρό αργότερα η Νίνου έφυγε για τις ΗΠΑ. Εκεί όμως η υγεία της χειροτέρεψε. Ο καρκίνος έκανε πολλές μεταστάσεις και έτσι η μοίρα της ήταν προδιαγεγραμμένη. Επέστρεψε στην Ελλάδα εξαιρετικά αδυνατισμένη. Εργάστηκε για λίγο ακόμη και με φοβερούς πόνους. Πέθανε λίγους μήνες μετά, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της.
Ο μεγάλος ρεμπέτης συνάντησε την Νίνου μόνο μία φορά από τότε που εκείνη επέστρεψε στην Ελλάδα. Την επισκέφθηκε στο σπίτι της στο Αιγάλεω τα Χριστούγεννα του 1956. Όταν η Νίνου τον είδε του είπε: «Σαν άστρο εβασίλεψα…»! Αυτά τα λόγια θα είναι οι πρώτοι στίχοι ενός ακόμα τραγουδιού που έγραψε ο Τσιτσάνης για την μούσα του. «Κυριακή σε γνώρισα, Κυριακή σε χάνω, θέλω να είναι Κυριακή κι αυτή που θα πεθάνω», έγραψε ο μεγάλος ρεμπέτης και τραγούδησε η Καίτη Γκρέυ. Ήταν το δικό του αντίο, η δική του συγγνώμη στην Μαρίκα Νίνου. Η «βασίλισσα του λαϊκού τραγουδιού», όπως γράφει η αγγελία του θανάτου της, πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1957.
«Κανένας δεν χάρηκε τη Μαρίκα», λέει η Βαγγελιώ Μαργαρώνη. Και κανένας δεν χορταίνει μέχρι σήμερα να ακούει τη μεγαλειώδη, συγκλονιστική φωνή της ρεμπέτισσας που έζησε μια ζωή σαν πονεμένο ερωτικό τραγούδι. ΠΗΓΕΣ: https://stixoi.info, www.discogs.com, https://foroline.gr, www.lifo.gr, www.huffingtonpost.gr, www.cretalive.gr,
ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ Τα τραγούδια ανήκουν σε όποιον τα έχει ανάγκη